Σελίδες

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΣΗΜΕΡΟΝ ΤΟΝ ΥΠΕΡΟΥΣΙΟΝ ΤΙΚΤΕΙ


ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ (β΄ 1-12) 

Τοῦ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.
Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου· καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν ᾿Ισραήλ.
Τότε Ἡρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος, καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ.
Οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν·καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν.

Απόδοση
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθηκε εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ Ἡρώδη τοῦ βασιλέως, ἔφθασαν μάγοι ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐρωτοῦσαν, «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐγεννήθηκε, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; Διότι εἴδαμε τὸ ἄστρον του νὰ ἀνατέλλῃ καὶ ἤλθαμε νὰ τὸν προσκυνήσωμεν».
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλεὺς Ἡρώδης, ἐταράχθηκε καὶ μαζί του ὅλη ἡ πόλις τῶν Ἱεροσολύμων καὶ, ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ἐζητοῦσε νὰ πληροφορηθῇ ἀπὸ αὐτοὺς ποῦ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστὸς. Ἐκεῖνοι δὲ τοῦ εἶπαν, «Εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, διότι εἶναι γραμμένον διὰ τοῦ προφήτου, «Και σὺ, Βηθλεέμ, γῆ τοῦ Ἰούδα, δὲν εἶσαι μὲ κανένα τρόπον ἡ μικρότερη μεταξὺ τῶν ἡγεμόνων τοῦ Ἰούδα, διότι ἀπὸ σὲ θὰ προέλθῃ ἕνας ἀρχηγός, ὁ ὁποῖος θὰ κυβερνήσῃ τὸν λαόν μου, τὸν Ἰσραήλ».
Τότε ὁ Ἡρώδης ἐκάλεσε κρυφὰ τοὺς μάγους καὶ ἐξακρίβωσε ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χρόνον ποὺ ἐφάνηκε τὸ ἄστρον. Κατόπιν τοὺς ἔστειλε εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε καὶ ἐξετάσατε ἀκριβῶς περὶ τοῦ παιδιοῦ. Καὶ ὅταν τὸ βρῆτε, εἰδοποιήσατέ με, διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω».
Αὐτοὶ, ἀφοῦ ἄκουσαν τὸν βασιλέα, ἔφυγαν. Καὶ νὰ, τὸ ἄστρον, τὸ ὁποῖον εἶχαν ἰδῆ νὰ ἀνατέλλῃ, προηγεῖτο, ἕως ὅτου ἦλθε καὶ ἐστάθηκε ἐπάνω εὶς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκετο τὸ παιδί. Μόλις εἶδαν τὸ ἄστρον, αἰσθάνθηκαν μεγάλην χαράν. Καὶ ὅταν ἐμπῆκαν εἰς τὸ σπίτι, εἶδαν τὸ παιδὶ μαζὶ μὲ τὴν Μαρίαν, τὴν μητέρα του, καὶ ἔπεσαν εἰς τὴν γῆν καὶ τὸ προσκύνησαν· κατόπιν ἄνοιξαν τοὺς θησαυρούς τως καὶ τοῦ προσέφεραν γιὰ δῶρα χρυσὸν καὶ λιβάνι καὶ σμύρναν. Καὶ ἐπειδὴ καθωδηγήθησαν μὲ ὄνειρον ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ ἐπιστρέψουν στὸν Ἡρώδην, ἀνεχώρησαν εἰς τὴν πατρίδα τους ἀπὸ ἄλλον δρόμον.









«ΔΟΞΑ ΕΝ ΥΨΙΣΤΟΙΣ ΘΕΩ…ΕΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣ ΕΥΔΟΚΙΑ»

«Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε. Χριστός επί γης, υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη, και εν ευφροσύνη, ανυμνήσατε λαοί, ότι δεδόξασται».
Τα μεγάλα πράγματα τιμώνται με την σιωπήν. Η πτωχή ανθρωπίνη φύσις ούτε να τα συλλάβη νοερώς ημπορεί, ούτε να τα ανθέξη συναισθηματικώς, διότι και την νόησιν υπερβαίνουν, και ο συναισθηματικός χώρος της καρδίας είναι μικρός. Τα δεχόμεθα μόνον με θάμβος, με έκπληξιν, με θαυμασμόν, με αγάπην. Και μεγάλα πράγματα είναι όσα αναφέρονται εις τον Θεόν και προέρχονται από τον Θεόν. Τα θεία πράγματα έχουν διαστάσεις απείρους, όπως άπειρος είναι και ο δημιουργών αυτά Θεός. Όσον υψηλότερα ευρισκόμεθα, τόσον περισσότερον βλέπομεν και την απειρίαν των θείων πραγμάτων, τόσον περισσότερον και θαμβούμεθα και θαυμάζομεν και αγαπώμεν και μετουσιώνομεν τα βιώματά μας εις ύμνους και δοξολογίας προς τον Θεόν. Ο ύμνος είναι διέξοδος της κεκορεσμένης από αγάπην και θαυμασμόν ψυχής. Δια τούτο, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν μας, εκφράζομεν τας υψηλοτέρας εμπειρίας μας, δια συμβόλων και θείων ύμνων. Ο λόγος είναι ανίκανος να εκφράση την παφλάζουσαν φλόγα της εν αγίω Πνεύματι καιομένης καρδίας. Διο και αναζητεί εις τας πνευματικάς ωδάς την παρηγορίαν της δρόσου. Διότι αληθώς, η εν Κυρίω ερωτική καύσις της καρδίας, αποτελεί τυραννίδα γλυκυτάτην, αλλά τυραννίδα πάντως.
Ένα από αυτά τα μεγάλα γεγονότα, που εγνώρισεν η ανθρωπίνη ιστορία, είναι η «Κένωσις του Θεού Λόγου», η ενσάρκωσις του Υιού του Θεού, «γενομένου εκ γυναικός…». «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!». «Μέγα και παράδοξον θαύμα τετέλεσται σήμερον! Παρθένος τίκτει: και μήτρα ου φθείρεται, ο Λόγος σαρκούται και του Πατρός ου κεχώρισται!...». «Εάν επρόκειτο να εφεύρωμεν ημείς την αποκάλυψιν του Θεού, λέγει απολογητής τις, ουδέποτε θα καταντούσαμεν εις την αποκάλυψιν αυτήν, η οποία άρχεται μετά της γεννήσεως ενός παιδιού εις μίαν Φάτνην…». Εντεύθεν αρχίζει το παράδοξον εν τη ανθρωπίνη ιστορία προ του οποίου η σοφία του κόσμου σκανδαλίζεται, ενώ ημείς οι χάριτι πιστεύσαντες, εκχέομεν τας καρδίας μας εις αγγελικάς δοξολογίας. «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία»!

θ.μ.δ.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου