Η ΜΝΗΜΗ ΕΝΟΣ ΑΛΟΓΟΥ
Του Φώτη Σ. Μπουζάνη
Για τον Ξάνθο, πρόκειται, για το άλογό μου, που την ιστορία του την
έγραψα στο περιοδικό «Δαυλός» και που εξακολουθεί να προκαλεί το ενδιαφέρον.
Γιατί, αν και, σαν άλογο, που ήταν δεν μπορούσε να μιλήσει, με τα έργα του
έδειξε, πως ο ψυχικός του κόσμος ξεπερνά πολλές φορές και την "ανθρωπιά" που
λέμε, τη δική μας.
Και για να μπούμε
στο θέμα: η ιστορία του γράφεται εκεί στο 1926 και 1927. Τότε που υπηρετούσα ως
Έφεδρος Ανθυπολοχαγός στο Σύνταγμα Μηχανικού, που είχε το στρατωνισμό του στην
Αγία Παρασκευή της Θεσσαλονίκης.
Τότε, που το
προάστιο δεν είχε αστική συγκοινωνία και οι Αξιωματικοί για τη μεταφορά τους,
χρησιμοποιούσαν άλογα του Συντάγματος.
Ο Ξάνθος ήταν ένα ωραίο μα ατίθασο άλογο, που δεν μπορούσε κανείς να το
ιππεύσει. Ο λόγος ήταν, γιατί κάποιος ιππέας το κακομεταχειρίσθη. Κάποτε άρχισε
να το σπιρουνίζει αλύπητα, οπότε αυτό αφηνίασε, έριξε κάτω τον ιππέα και έκτοτε
δε δεχόταν επάνω του ούτε καν τη σέλλα.
Εν τω μεταξύ ο
γράφων υπηρέτησε στην Ίλη Τηλεγραφητών Λαρίσης, όπου εμυήθη στα ζητήματα της
ιππευτικής. Και σαν μετετέθη στο Σύνταγμα Μηχανικού της Θεσσαλονίκης ανέλαβε να
τιθασεύσει τον Ξάνθο, τα ανήμερο θηρίο, όπως τον έλεγαν οι στρατιώτες. Οι
αμοιβές και οι τιμωρίες, οι δύο αυτές μέθοδοι της ιππευτικής, που εφήρμοσα και
στον Ξάνθο, δεν άργησαν να γίνουν μόνον αμοιβές, γιατί το άλογο βρήκε στον
αναβάτη του έναν επιστήθιο φίλο που τόσο επιζητούσε.
Από την όλη ιστορία
του αξέχαστου Ξάνθου, δυο μόνον επεισόδια θα αναφέρω, για να αποδείξω πως όχι
μόνον ο Δάμων και ο Φειδίας είναι το σύμβολο της ανθρώπινης φιλίας, μα και εγώ
και ο Ξάνθος μπορέι να γίνουν το σύμβολο της απαράμιλλης φιλίας, που είναι
δυνατόν να ενώσουν ένα ζώο με έναν άνθρωπο.
Καλοκαίρι του 1927,
είναι πρωί και ο Ξάνθος ακολουθώντας το άλογο του ιπποκόμου φθάνει έξω από το
σπίτι μου, στην οδόν Ιουλιανού 10.
Εγώ εκείνη την
ημέρα ήμουν άρρωστος με 39˚ πυρετό, είπα λοιπόν στον ιπποκόμο να επιστρέψει στο
Σύνταγμα και να ειδοποιήσει σχετικώς. Και εκεί που περίμενα να φύγουν τα δυο
άλογα με τον ιπποκόμο, ακούω κάτω στο λιθόστρωτο μεγάλη φασαρία. Ο Ξάνθος με
κανέναν τρόπο δεν ξεκινούσε χωρίς τον αναβάτη του! Χτυπούσε με τα δυο μπροστινά
του πόδια το λιθόστρωτο και αυτό εξακολούθησε επί ένα τέταρτο της ώρας. Τη σκηνή
αυτή την παρακολούθησα από το παράθυρο και όταν είδα, πως με κανέναν τρόπο ο
Ξάνθος δεν είχε σκοπό να φύγει, χωρίς τον αναβάτη του, κατέβηκα και καβάλησα.
Σ’ολόκληρη τη διαδρομή, ως την Αγία Παρασκευή, παρά τον πυρετο που με βασάνιζε,
ένιωθα πως η σέλλα δεν ήταν απλώς ένα κάθισμα, μα ένας κρίκος αγάπης και
στοργής, που ένωναν τόσο σφιχτά το άλογο με τον αναβάτη και τα ρυθμικά βήματα
του αλόγου, που ετρόχαζε, φάνταζαν πως ήταν ο απόηχος του άφωνου φίλου μου, που
χωρίς να μιλούν, έλεγαν κάτι γι’αυτήν την αγάπη και τη
στοργή.
Και το δεύτερο
επεισόδιο, που δεν παύει να είναι μακάβριο και τραγικό.
Με προορισμό το
Μπέλλες και την καταστροφή των οχυρών, που είχαν κατασκευάσει οι Γερμανοί και οι
Βούλγαροι, το 1917, έλειψα δυο μήνες από την Θεσσαλονίκη.
Σαν γύρισα,
περίμενα, όπως κάθε πρωί, ανυπόμονος το αγαπημένο μου άλογο, τον Ξάνθο, για να
ξεκινήσω για το Σύνταγμα. Ο ιπποκόμος, όμως, είχε φέρει ένα άλλο άλογο και τη
φαρμακερή πληροφορία, πως ο Ξάνθος είναι τραυματισμένος στο αναρρωτήριο. Το
άλογο είχε πάθει, ύστερα από τραυματισμό, γάγγραινα στο δεξιό μπροστινό του πόδι
και παρ’όλες τις περιποιήσεις του κτηνιάτρου, όλο και χειροτέρευε. Με μεγάλη
ανυπομονησία και αγωνία έφθασα καλπάζοντας στην Αγία Παρασκευή. Το αναρρωτήριο
των κτηνών του Συντάγματος το εφώτιζε μια μεγάλη τζαμαρία. Όταν μπήκαμε με τον
ιπποκόμο, ο σταβλάρχης με εχαιρέτησε και εγώ ανυπόμονος φώναξα: Που τον έχετε
τον Ξάνθο; Ένας ασθενικός χρεμετισμός ήταν η απάντησις του Ξάνθου, που την
περίμενα από το σταβλάρχη…
Πλησίασα…Πήρα στα
δύο μου χέρια το ωραίο του κεφάλι και όπως συνήθως, το χάϊδεψα, και τότε συνέβη
κάτι το απίθανο, δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του Ξάνθου. Και δεν ήμουν μόνον εγώ
που κείνη τη στιγμή ένοιωσα να υγραίνονται και τα δικά μου τα μάτια, μα και των
άλλων, που παρακολουθούσαν την απίθανη εκείνη σκηνή. Ήρθε και ο κτηνίατρος, που
ένα μήνα τώρα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να σώσει το άλογο, μα δεν επέτυχε
τίποτε. Η γάγγραινα είχε προχωρήσει και το μοιραίον ήτο
αναπόφευκτο.
Πρωϊ-πρωϊ την άλλη
μέρα βρέθηκα πάλι στο αναρρωτήριο και σαν να είχα κάποια προαίσθηση, είχα
βιαστεί να ξεκινήσω. Έτρεξα κοντά στον Ξάνθο και πήρα στα χέρια μου το κεφάλι
του. –Ξάνθος, του είπα, κουράγιο…Μα τα δικά μου τα δάκρυα ανακατεύθηκαν με τα
δικά του, που ήταν και τα τελευταία…έγειρε προς τα δεξιά το κεφάλι του, που
έπεσε βαρύ επάνω στα χέρια μου…Και κείνα τα μάτια έκλεισαν για
πάντα…
Το θλιβερό τούτο
τέλος είχε η ιστορία ενός αλόγου. Μα η μνήμη του δεν έπαψε να
απασχολεί τη σκέψη του αναβάτη του, που τόσο πολύ τους είχε συνδέσει ένα αίσθημα
αμοιβαίας στοργής και αγάπης.
Έτσι τον επόμενο
χρόνο, το 1928, βρέθηκα και πάλι στη Θεσσαλονίκη. Πρόσκληση ήταν, θυμούμαι,
φιλική, μα και κάποια μνήμη, μνήμη νοσταλγική, αλλά και κάποιο καθήκον που
ένοιωθα πως πρέπει να εκπληρώσω.
Και χωρίς να τα
πολυλογώ και χωρίς να το καταλάβω την επόμενη ημέρα, που έφθασα στη Θεσσαλονίκη,
βρέθηκα εκεί στην κάμαρα, στην Πύλη του Γαλερίου. Τα βήματά μου πήραν έπειτα το
γνωστό το δρόμο. Ανηφόρισα προς την οδόν
Ιουλιανού. Εκεί στον αριθμό δέκα σταμάτησα. Δεξιά το σπίτι που έμενα. Ούτε μια
ματιά δεν έρριξα προς τα εκεί. Όλη μου η σκέψη, όλη μου η φροντίδα και προ
πάντων η περιέργεια ήταν καθηλωμένη στο αριστερό μέρος του δρόμου, εκεί που ο
Ξάνθος το πρωϊ εκείνο, είχε χαλάσει τον κόσμο με τα πεταλά του, χτυπώντας το
λιθόστρωτο και δεν το κουνούσε χωρίς τον αναβάτη του. Για τα ίχνη, που άφησε,
έψαχνα. Και δεν άργησα να τα ανακαλύψω. Με μεγάλη συγκίνηση αντίκρισα εκεί προς
τα αριστερά του δρόμου να διαγράφονται επάνω στο λιθόστρωτο τα ίχνη, που με
αγωνία ζητούσα. Επάνω σ’αυτά τα ίχνη, μοναδικό τεκμήριο αγάπης και στοργής,
έσκυψα ώρα πολλή, τόση που τα ίχνη αυτά γέμισαν από τα δάκρυά μου.
Εβδομήντα χρόνια
κύλησαν από τότε, μα η μνήμη, ο καλός αυτός της λήθης σύντροφος, δεν παύει συχνά
να με αποσπά από την απάνθρωπη και μηχανοποιημένη ζωή της εποχής μας και να με
γαληνεύει με φωτεινές ανταύγειες αγάπης και καλοσύνης, που εξακολουθούν να
φωτίζουν το δύσκολο διάβα της μακρόχρονης ζωής μου. Πώς, λοιπόν, ήταν δυνατόν η
λήθη να σκεπάσει τη μνήμη ενός επιστήθιου φίλου, όπως ήταν ο
Ξάνθος;
Γιατί έκαμα μια
υπόθεση: Σκέφθηκα, πως αν, εκείνο το πρωινό, που με τον πυρετό πατούσα τον
αναβολέα της σέλλας, για να ιππεύσω, γλιστρούσα και έπεφτα νεκρός εκεί στο
λιθόστρωτο της οδού Ιουλιανού, είμαι βέβαιος, πως ο Ξάνθος δεν θα έφευγε από
κοντά μου, αλλά καθηλωμένος θα έμενεν εκεί μέχρι της τελευταίας του
πνοής.
Μνήμη, λοιπόν,
εβδομήντα χρόνων, μνήμη ενός αλόγου, μνήμη ενός επιστήθιου φίλου.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου