ΒΡΗΚΑΜΕ ΜΕΡΙΚΑ ΑΡΘΡΑ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΗΓΕΣ ΒΙΝΤΕΟ ΚΑΙ LINKS ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ ΕΥΡΩΠΑΊΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΛΩΣΗΣ:
Η αλωση της Κωνσταντινούπολης
Για την επιβίωσή της η Κωνσταντινούπολη πάλεψε θαρραλέα αλλά η μοίρα
της είχε ήδη προδιαγραφεί 249 χρόνια πριν, όταν την είχαν κουρσέψει οι
Σταυροφόροι και οι Ενετοί της χριστιανικής Δύσης (βλ. τεύχος 11,
4.5.03). Το βυζαντινό κράτος διασπάστηκε τότε σε τρία μέρη: στην
Αυτοκρατορία της Νικαίας, στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και στην
Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Ετσι, όταν το 1259 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος,
σφετεριστής του αυτοκρατορικού θρόνου της Νικαίας, κατόρθωσε με τη
βοήθεια των Γενουατών να διώξει τους Ενετούς από την Κωνσταντινούπολη
και μετά από δύο χρόνια, το 1261, να στεφθεί ο ίδιος αυτοκράτορας του
Βυζαντίου, ως Μιχαήλ H' ο Ελευθερωτής, η αυτοκρατορία ήταν πλέον
διαμελισμένη και συρρικνωμένη και η Βασιλεύουσα λεηλατημένη και
πάμπτωχη. Ο Μιχαήλ H', για να ανταμείψει τους Γενουάτες για τις
υπηρεσίες τους, τους παραχώρησε τον Γαλατά. Οι ηγεμόνες της Ηπείρου και
της Τραπεζούντας αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τον Μιχαήλ ως αυτοκράτορα.
Τα άλλοτε πλούσια βυζαντινά λιμάνια και αστικά κέντρα τα κατείχαν
Φράγκοι, και στη Μικρά Ασία οι Τούρκοι γίνονταν όλο και πιο απειλητικοί.
Το εσωτερικό της αυτοκρατορίας σπαρασσόταν από εμφύλιες διαμάχες. H
αδυναμία - και πολλές φορές η αμέλεια - των αυτοκρατόρων να προφυλάξουν
τα ανατολικά σύνορα από την επέλαση των Οθωμανών στέρησε το Βυζάντιο από
τους πλούσιους σιτοβολώνες της Μικράς Ασίας και από τη δυνατότητα
στρατολόγησης ανδρών. Ετσι, ταλανισμένη από εμφυλίους πολέμους, από την
πανώλη του 1347 που εξόντωσε πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού της,
έχοντας χάσει όλες σχεδόν τις κτήσεις της (ακόμη και τη Θεσσαλονίκη), με
μόνο το Δεσποτάτο του Μορέως να επιβιώνει και να ανθεί πνευματικά κα
πολιτιστικά, και με τον κλοιό των Τούρκων να σφίγγει αδιάκοπα γύρω της, η
Κωνσταντινούπολη στις αρχές του 15ου αιώνα ήταν πλέον μια πόλη-κράτος
και όχι πρωτεύουσα αυτοκρατορίας. H μοναδική ελπίδα της ήταν η Δύση.
Ενωτικοί και ανθενωτικοί
H Δύση ωστόσο, με επικεφαλής τον πάπα, για να προσφέρει βοήθεια
απαιτούσε την ένωση των δύο Εκκλησιών, με τους δικούς της όρους φυσικά.
Οι προσπάθειες για την ένωση της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας είχαν ξεκινήσει σχεδόν αμέσως μετά το Σχίσμα τού 1054. Πριν
από την άλωση του 1204 είχαν γίνει γύρω στις τριάντα προσεγγίσεις και
συμβούλια. Μετά το 1204 έγιναν τρεις ακόμη προσπάθειες προσέγγισης των
δύο Εκκλησιών: H πρώτη επιβλήθηκε βίαια από τους φράγκους κατακτητές
στους υπόδουλους Βυζαντινούς. H δεύτερη είχε τη μορφή περισσότερο
πολιτικής παρά θρησκευτικής προσέγγισης Ανατολής - Δύσης με πρωτεργάτες
τον αυτοκράτορα Μιχαήλ H' και τον πάπα Γρηγόριο I' (Σύνοδος της Λυών,
1274). Τέλος, η τρίτη ξεκίνησε στη Φεράρα το 1438 και ολοκληρώθηκε στη
Φλωρεντία έναν χρόνο αργότερα με την υπογραφή της συμφωνίας της Ενωσης.
Ο απελπισμένος για βοήθεια αυτοκράτορας Ιωάννης H', μαζί με τον
πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωσήφ και μεγάλη αντιπροσωπεία κληρικών και
διανοητών της Ορθοδοξίας, είχε φθάσει στη Φεράρα αποφασισμένος να κάνει
οποιεσδήποτε παραχωρήσεις προκειμένου να του παρασχεθεί η πολυπόθητη
στρατιωτική αρωγή ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή.
Στο μεταξύ όμως ο Ιωσήφ πέθανε και έτσι το πρωτόκολλο της Ενωσης δεν
έφερε την υπογραφή πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Τα υπόλοιπα μέλη της
ορθόδοξης αντιπροσωπείας υπέγραψαν, εκτός από ένα, τον Μάρκο Ευγενικό, ο
οποίος, ως επικεφαλής των ανθενωτικών, αντέκρουσε τα επιχειρήματα του
επικεφαλής των ενωτικών Βησσαρίωνος, επισκόπου Νικαίας.
Ωστόσο, αν οι καιροί, σύμφωνα με την άποψη του αυτοκράτορα και των
υψηλά ισταμένων κληρικών και πολιτικών, απαιτούσαν την ένωση των δύο
Εκκλησιών, ο ορθόδοξος κλήρος στη συντριπτική πλειονότητά του και
σύσσωμος ο λαός ήταν αντίθετοι με αυτήν. Οσοι τάχθηκαν υπέρ της Ενωσης
αντιμετώπισαν τη λαϊκή οργή. Ο νέος πατριάρχης Γρηγόριος Μάμμας δεν
έγινε ποτέ αποδεκτός από το ποίμνιό του. Ο λαός θεωρούσε πνευματικό του
ηγέτη τον Μάρκο Ευγενικό και μετά τον θάνατό του τον φιλόσοφο Γεώργιο
Σχολάριο, ο οποίος, μολονότι στη Φλωρεντία είχε ταχθεί υπέρ της Ενωσης,
επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη άλλαξε γνώμη και μετανοημένος έγινε
μοναχός με το όνομα Γεννάδιος και πύρινος υπερασπιστής της καθαρής
πίστης.
Κληρονομιά ένα συλλείτουργο
Προτού κατορθώσει να διοργανώσει το συλλείτουργο ορθοδόξων και
ρωμαιοκαθολικών στον ναό της Αγίας Σοφίας, όπως προέβλεπε η Ενωση, ο
Ιωάννης H' πέθανε άτεκνος στις 31 Οκτωβρίου του 1448. Αυτοκράτορας
εξελέγη ο αδελφός του Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Δεσπότης του Μορέως. H
στέψη του Κωνσταντίνου IA' έγινε στον Μυστρά από τον τοπικό μητροπολίτη
και όχι στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη. Ο λόγος ήταν ότι, αν η
στέψη γινόταν από τον ενωτικό πατριάρχη Γρηγόριο Μάμμα - ο οποίος τελικά
αυτοεξορίστηκε στη Ρώμη -, θα ήταν πρόκληση στο λαϊκό αίσθημα και θα
μπορούσαν να ξεσπάσουν ταραχές.
Ο νέος αυτοκράτορας έφθασε στην πρωτεύουσά του στις 12 Μαρτίου 1449
και έγινε δεκτός με ειλικρινή αισθήματα αγάπης από τον λαό του. Ο
Κωνσταντίνος χρειαζόταν αυτή την αγάπη γιατί ήλπιζε ότι θα τον βοηθούσε
να πείσει κλήρο και λαό για την αναγκαιότητα της Ενωσης και ότι έτσι θα
κατόρθωνε να φανεί συνεπής προς τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ο
εκλιπών αδελφός του απέναντι στον πάπα της Ρώμης. H κληρονομιά του
συλλείτουργου τον βάραινε. Γι' αυτό φρόντισε να πλαισιωθεί από ανθρώπους
και των δύο τάσεων: Αρχιναύαρχο και Μέγα Δούκα όρισε τον Λουκά Νοταρά, ο
οποίος ανήκε στους ανθενωτικούς και, μολονότι δεν ήταν ιδιαίτερα
φανατικός, πίστευε, όπως λέγεται, ότι «κρειττότερόν εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν».
Στρατοπεδάρχης έγινε ο Ιωάννης Καντακουζηνός, θερμός υποστηρικτής της
Ενωσης. Ο Πρωτομάστωρ Δημήτριος Καντακουζηνός και ο Μέγας Λογοθέτης
Μετοχίτης ήταν μάλλον ενάντιοι στην Ενωση αλλά θα συμφωνούσαν με ό,τι
αποφάσιζε ο αυτοκράτορας. Το ίδιο και ο πιστός του φίλος και γραμματέας
(και μετέπειτα ιστορικός της Αλωσης) Γεώργιος Φραντζής (ή Σφραντζής).
Σύντομη ειρήνη
Μόλις ανέλαβε τα καινούργια του καθήκοντα ο Κωνσταντίνος φρόντισε να
στείλει πρεσβευτές στον σουλτάνο Μουράτ B' και να ζητήσει συνθήκη
ειρήνης. Ο Μουράτ αναγνώρισε τον νέο αυτοκράτορα και συμφώνησε για την
ειρήνη.
Δύο χρόνια αργότερα ο Μουράτ πέθανε, και στον θρόνο της οθωμανικής
αυτοκρατορίας ανέβηκε ο 19χρονος γιος του Μωάμεθ B', ο οποίος έσπευσε να
διαβεβαιώσει τους ηγεμόνες της Δύσης για τις ειρηνικές του προθέσεις. Ο
νέος σουλτάνος μάλιστα ορκίστηκε στο Κοράνι ότι θα σεβόταν την
ακεραιότητα της βυζαντινής επικράτειας και ανανέωσε την υποχρέωση του
πατέρα του προς τον αυτοκράτορα να καταβάλλει κάθε χρόνο το ποσόν των
300.000 άσπρων από τις προσόδους των ελληνικών πόλεων της κοιλάδας του
Στρυμόνα που ανήκαν νομικά στον πρίγκιπα Ορχάν, μακρινό εξάδελφο του
Μωάμεθ και κατευθείαν απόγονο του ιδρυτή του οθωμανικού κράτους Οσμάν,
άρα διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου, ο οποίος διατελούσε υπό τιμητική
κράτηση στην Κωνσταντινούπολη.
H απειλή εναντίον της Κωνσταντινούπολης φάνηκε να απομακρύνεται.
Ακόμη και ο πάπας θεώρησε εντελώς ακίνδυνο αυτό το παιδάριο. Οταν όμως ο
Κωνσταντίνος έστειλε αντιπροσώπους του στην Αδριανούπολη, πρωτεύουσα
τότε της οθωμανικής επικράτειας, να ζητήσουν τα χρήματα του Ορχάν,
λέγοντας μάλιστα ότι θα έπρεπε να γίνει και κάποια αύξηση στο ποσόν, ο
Μωάμεθ θύμωσε και αντί άλλης απαντήσεως έδιωξε τους έλληνες κατοίκους
από τις πόλεις της κοιλάδας του Στρυμόνα. H απαίτηση του αυτοκράτορα
έδωσε στον Μωάμεθ την αφορμή που ζητούσε για να απαλλαγεί από τον όρκο
του.
Ξεκάθαρες προθέσεις
Τον χειμώνα του 1451 ο Μωάμεθ άρχισε να ανεγείρει στην ευρωπαϊκή ακτή
του Βοσπόρου, σε έδαφος το οποίο τυπικά εξακολουθούσε να είναι
βυζαντινό, το κάστρο Μπογάζ Κεσέν («ο κόφτης των Στενών» στα τουρκικά),
το σημερινό Ρούμελη Χισάρ, ακριβώς απέναντι από το κάστρο Αναντολού
Χισάρ.
Δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία ότι ο Μωάμεθ ετοιμαζόταν να εξουδετερώσει
την Κωνσταντινούπολη, η οποία εξακολουθούσε να στέκεται σφήνα ανάμεσα
στις ασιατικές και στις ευρωπαϊκές κτήσεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Το Μπογάζ Κεσέν ολοκληρώθηκε στα τέλη Αυγούστου του 1452 και ο Μωάμεθ,
αφού το επιθεώρησε και έδωσε εντολή να βυθίζεται κάθε πλοίο το οποίο θα
αρνιόταν να σταματήσει για έλεγχο, έφθασε ως τα τείχη της
Κωνσταντινούπολης και μελέτησε τις οχυρώσεις επί τρεις ημέρες.
Οι προθέσεις του Μωάμεθ ήταν πλέον ξεκάθαρες. Αφού κατέλαβε τα
απομεινάρια των βυζαντινών κτήσεων στον Εύξεινο Πόντο και στην
Προποντίδα, άρχισε να ναυπηγεί έναν τρομερό στόλο, ο οποίος δεν υπήρχε
ως τότε στις δυνάμεις του. Τον Μάρτιο του 1453 συγκεντρώθηκαν στην
Καλλίπολη γύρω στα 150 πλήρως εξοπλισμένα πολεμικά πλοία, εκτός από τα
καΐκια που χρησίμευαν για τη μεταφορά μηνυμάτων, με ναύαρχο τον
βουλγαρικής καταγωγής εξωμότη Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου.
Παράλληλα στη Θράκη ο Μωάμεθ συγκέντρωνε τον στρατό του. Με τους πιο
συντηρητικούς υπολογισμούς, ο στρατός του Μωάμεθ θα πρέπει να έφθανε τις
100.000 άνδρες: 80.000 τακτικούς, με τα επίλεκτα συντάγματα των
γενιτσάρων του, 20.000 ατάκτους και αρκετές χιλιάδες βοηθητικούς και μη
μάχιμους για τις διάφορες δουλειές.
H μεγαλύτερη ωστόσο απειλή για τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ήταν τα
κανόνια του τουρκικού πυροβολικού. Ο Μωάμεθ είχε προσλάβει τον Ουρβανό,
ούγγρο μηχανικό ο οποίος είχε επιδιώξει προηγουμένως να προσφέρει τις
γνώσεις του στον Κωνσταντίνο αλλά αυτός ούτε τα χρήματα που του είχε
ζητήσει ο Ουρβανός διέθετε ούτε τα υλικά που χρειάζονταν για να
κατασκευαστούν κανόνια. Ετσι ο Ουρβανός πήγε στον Μωάμεθ και του είπε
ότι ήταν σε θέση να του φτιάξει ένα κανόνι που θα μπορούσε να γκρεμίσει
ακόμη και τα τείχη της Βαβυλώνας. Ο Μωάμεθ τον πήρε αμέσως στην υπηρεσία
του, του έδωσε τέσσερις φορές περισσότερα χρήματα από όσα ζήτησε και
τον έστρωσε στη δουλειά. Ο Ουρβανός κατασκεύασε πολλά κανόνια αλλά το
αριστούργημά του ήταν ένα κανόνι που το πάχος του μπρούντζου του ήταν 20
εκατοστά, το μήκος της κάννης του οκτώ μέτρα και μπορούσε να εκτοξεύσει
βλήμα βάρους περίπου 300 κιλών σε απόσταση 1.500 μέτρων.
Προετοιμασίες για την άμυνα
Ολα αυτά τα μάθαιναν φυσικά στην Κωνσταντινούπολη και ο αυτοκράτορας
προσπαθούσε να οργανώσει όσο μπορούσε καλύτερα την άμυνα της πόλης
περιμένοντας τη βοήθεια που του είχε υποσχεθεί ο πάπας. Στο μεταξύ η
Δύση είχε αλλάξει γνώμη για τον Μωάμεθ, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1452
δεν δίστασε όχι μόνο να βυθίσει ένα ενετικό πλοίο που κατέπλεε από τον
Εύξεινο Πόντο και δεν σταμάτησε για έλεγχο, αλλά αποκεφάλισε και όλο το
πλήρωμά του και τον πλοίαρχό του τον θανάτωσε με ανασκολοπισμό. Ωστόσο η
πολυπόθητη βοήθεια προς τους Βυζαντινούς καθυστερούσε.
Ως απόδειξη καλής θέλησης προς τους ρωμαιοκαθολικούς, στις 12
Δεκεμβρίου του 1452 ο αυτοκράτορας οργάνωσε επιτέλους το περίφημο
συλλείτουργο στην Αγία Σοφία, όπου μνημονεύτηκαν ο πάπας και ο απών
πατριάρχης Μάμμας και αναγνώστηκαν οι όροι της συμφωνίας της Φλωρεντίας.
H ένωση των δύο Εκκλησιών είχε τυπικά επιτευχθεί αλλά η βοήθεια από τη
Δύση δεν ερχόταν.
Αν όμως οι κυβερνήσεις των χωρών της Δυτικής Ευρώπης αγνοούσαν τις
απελπισμένες εκκλήσεις των παγιδευμένων Βυζαντινών, υπήρξαν μερικοί
εθελοντές που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα για τη
σωτηρία των χριστιανών της Βασιλεύουσας. H ενετική παροικία της
Κωνσταντινούπολης διέθεσε στον αυτοκράτορα όλους τους μάχιμους άνδρες
της και όλα της τα πλοία που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στον Κεράτιο
Κόλπο, τα οποία μετατράπηκαν σε πολεμικά. Επίσης διάφοροι θαρραλέοι
Γενουάτες τέθηκαν υπό τις διαταγές του Ιωάννη Ιουστινιάνη Λόνγκο,
διάσημου υπερασπιστή οχυρωμένων πόλεων, ο οποίος κατέφθασε τον Ιανουάριο
του 1453 στην Πόλη φέρνοντας μαζί του 700 καλά εξοπλισμένους
στρατιώτες. Επιπλέον υπήρχαν και μερικοί Ισπανοί και Κρητικοί. Ακόμη και
ο πρίγκιπας Ορχάν αποφάσισε να πολεμήσει εναντίον τον ομοφύλων του
προσφέροντας στον αυτοκράτορα τη δύναμη της προσωπικής του φρουράς και
μερικούς μισθοφόρους.
Συνολικά η δύναμη των υπερασπιστών της Πόλης δεν ξεπερνούσε τους
7.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 5.000 ήταν Βυζαντινοί και οι άλλες 2.000
διάφοροι αλλοεθνείς εθελοντές. Αλλά η πραγματική άμυνα βασιζόταν στα
πανίσχυρα τείχη της πόλης, τα οποία είχαν στο μεταξύ επισκευαστεί, η
τάφρος γύρω από το χερσαίο μέρος είχε καθαριστεί και ο Κεράτιος Κόλπος
είχε κλείσει με την αλυσίδα του.
H πολιορκία αρχίζει
Τον Μάρτιο του 1453 ο στρατός του Μωάμεθ άρχισε τμηματικά να
συγκεντρώνεται έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Το μεγάλο κανόνι
του Ουρβανού, πάνω σε ειδικά φτιαγμένο τροχοφόρο που το έσερναν 60
βόδια, έφθασε και αυτό. Ο Μωάμεθ εμφανίστηκε στις 5 Απριλίου επικεφαλής
των 12.000 επιλέκτων γενιτσάρων του και έστησε τη χρυσοκόκκινη σκηνή του
στην Κοιλάδα του Λύκου, μερικές εκατοντάδες μέτρα έξω από την πύλη του
Αγίου Ρωμανού.
Στο μεταξύ ο τουρκικός στόλος, αφού κατέλαβε τα Πριγκιποννήσια,
περιπολούσε τις ακτές της Προποντίδας ώστε να μην μπορεί να πλησιάσει
κανένα σκάφος για ανεφοδιασμό της Πόλης.
Στις 6 Απριλίου ο Μωάμεθ, τηρώντας το ισλαμικό τυπικό, έστειλε στην
Πόλη μήνυμα λέγοντας ότι αν του παραδινόταν δεν θα πείραζε τους πολίτες
της ενώ σε αντίθετη περίπτωση δεν θα έδειχνε τον παραμικρό οίκτο. H
απάντηση ήταν αρνητική και η επίθεση των Τούρκων άρχισε αμέσως.
Τα κανόνια του Ουρβανού προξένησαν σοβαρές ζημιές στα τείχη κοντά στη
Χαρίσια πύλη, αλλά τη νύχτα οι πολιορκημένοι μπόρεσαν να τα
επισκευάσουν ικανοποιητικά.
Οι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση κάθε μέρα γκρεμίζοντας
μεγάλα τμήματα του εξωτερικού τείχους, που οι πολιορκούμενοι τη νύχτα
τα επισκεύαζαν όπως μπορούσαν. Εξαλλος ο Μωάμεθ διέταξε τον Ουρβανό να
φτιάξει αποτελεσματικότερα κανόνια.
Στόλος μπουνταλάδων
Στο μεταξύ στην Πόλη οι προμήθειες όλο και λιγόστευαν. Το πρωί της
Παρασκευής 20 Απριλίου οι σκοποί πάνω στα τείχη προς τη θάλασσα είδαν με
αγαλλίαση να πλησιάζουν προς την Προποντίδα τρεις γενοβέζικες γαλέρες
που είχε μισθώσει ο πάπας φορτωμένες με όπλα και προμήθειες και ένα
μεγάλο βυζαντινό μεταγωγικό με κυβερνήτη τον Φλαντανελά, που είχε σταλεί
στη Σικελία για να αγοράσει σιτάρι. Τα πλοία ωστόσο τα είδαν και οι
Τούρκοι και αμέσως ο στόλος του Μπαλτόγλου κινήθηκε εναντίον τους.
H ναυμαχία ήταν σίγουρα άνιση. Αλλά οι Γενουάτες και οι Ελληνες ήταν
καλύτεροι ναυτικοί από τους Τούρκους και τα πλοία τους πολύ περισσότερο
ευέλικτα. Τα τουρκικά πλοία συγκρούονταν μεταξύ τους σπάζοντας τα κουπιά
τους. Τελικά, μόλις έπεσε το σούρουπο, τα τέσσερα σωτήρια πλοία
γλίστρησαν μέσα στην ασφάλεια του Κερατίου Κόλπου.
Ηταν μια μεγάλη και εμψυχωτική νίκη. Παρά τις απώλειές τους σε έμψυχο
υλικό, τα τέσσερα πλοία, εκτός από τις προμήθειες, πρόσθεσαν και
μερικούς άνδρες στους υπερασπιστές της Πόλης.
Ο Μωάμεθ όμως εξοργίστηκε πολύ με το πάθημα του στόλου του. Ο άμοιρος
Μπαλτόγλου μόλις που γλίτωσε το κεφάλι του, έχασε όμως όχι μόνο τον
τίτλο του ναυάρχου αλλά και όλη του την περιουσία.
Πλοία στη στεριά
H αποτυχία αυτή έκανε τον Μωάμεθ να αναζητήσει τρόπο για να
εισχωρήσει στον Κεράτιο Κόλπο. Και αφού δεν μπορούσε να σπάσει το
φράγμα, ακολούθησε τη συμβουλή ενός ιταλού μηχανικού να μεταφέρει τα
πλοία του από την ξηρά. Πράγμα που έκανε, ενώ ταυτόχρονα κρατούσε τους
Βυζαντινούς απασχολημένους με τους συνεχείς βομβαρδισμούς στα χερσαία
τείχη της Πόλης. Οι χιλιάδες εργάτες που είχε στη διάθεσή του ο
σουλτάνος κατασκεύασαν κιλλίβαντες οι οποίοι ποντίστηκαν στη θάλασσα από
την πλευρά του Γαλατά, δέθηκαν πάνω τους τα πλοία και μετά τα τράβηξαν
με τροχαλίες. Με τον τρόπο αυτόν γύρω στα 70 πλοία μεταφέρθηκαν μέσα
στον Κεράτιο Κόλπο.
Στις 22 Απριλίου οι Βυζαντινοί βρέθηκαν προ τετελεσμένου γεγονότος. H
απόπειρα του ηρωικού Ενετού Τζιάκομο Κόκο να πυρπολήσει τα τουρκικά
πλοία απέτυχε. H εκδίωξη του τουρκικού στόλου από τον Κεράτιο ήταν πλέον
αδύνατη.
Ωστόσο ο Μωάμεθ εξακολουθούσε να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο
πεζικό του παρά στον στόλο του. Οι βομβαρδισμοί των τειχών εντάθηκαν
ακόμη περισσότερο. Αλλά η Πόλη άντεχε και ο Σουλτάνος προβληματιζόταν. Ο
χαλίφης Χαλίλ Τσανταρλί, τον οποίο ο Μωάμεθ είχε κρατήσει στη θέση του
Μεγάλου Βεζίρη παρ' όλο που δεν τον συμπαθούσε, πρότεινε να λύσουν την
πολιορκία. Αλλά ο Μωάμεθ προτίμησε την πρόταση σέρβων μηχανικών που
υπηρετούσαν στο στράτευμά του, να δοκιμάσουν να μπουν στην Πόλη
σκάβοντας υπόγειες σήραγγες. Τότε άρχισε μια άλλου είδους μάχη: οι
Τούρκοι έσκαβαν λαγούμια απ' έξω προς τα μέσα και οι υπερασπιστές της
Πόλης τα εντόπιζαν και απέκρουαν τους επίδοξους εισβολείς.
Ο Μάιος μπήκε μουντός και βροχερός. H θλιβερή εικόνα της Πόλης
γινόταν φρικιαστική με τις προειδοποιήσεις των καλογήρων που
περιφέρονταν στους δρόμους φωνάζοντας ότι η καταστροφή επέρχεται
εξαιτίας της Ενωσης. Τα παλιά πάθη αναζωπυρώθηκαν: οι Ενετοί μάλωναν με
τους Γενουάτες, οι Ελληνες με τους Λατίνους, οι ενωτικοί με τους
ανθενωτικούς. Και όλοι μαζί ήλπιζαν στο θαύμα.
Εάλω η Πόλις
Ο Μωάμεθ αποφάσισε να εξαπολύσει την τελική επίθεση στις 29 Μαΐου.
Εξι ημέρες πριν, στις 23 Μαΐου, ο σουλτάνος είχε ζητήσει και πάλι από
τον αυτοκράτορα να του παραδώσει την Πόλη και ο Κωνσταντίνος απάντησε με
τα λόγια που έχει καταγράψει ο Φραντζής: «Το δε την πόλιν σοι δούναι, ούτ' εμόν εστιν ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Το βράδυ της 28ης Μαΐου στην Αγία Σοφία ορθόδοξοι και καθολικοί
ιερείς φόρεσαν τα επίσημα άμφιά τους και λειτούργησαν από κοινού μπροστά
σε ένα ποίμνιο ενωμένο για πρώτη και τελευταία φορά.
H επίθεση άρχισε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Οι Τούρκοι βασίστηκαν στον
όγκο των δυνάμεών τους. Οι λιγοστοί υπερασπιστές της πόλης ωστόσο
συνέχιζαν να τους αποκρούουν, τόσο που μια κάποια ελπίδα έλαμψε για
λίγο. Αλλά σε κάποια στιγμή ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και ζήτησε από
τους άνδρες του να τον μεταφέρουν στο πλοίο του. H γραμμή της άμυνας
έσπασε. Ο Κωνσταντίνος τον παρακάλεσε να μη φύγει, μα φαίνεται ότι αυτός
την τελευταία στιγμή δείλιασε. Τότε ο τελευταίος βυζαντινός
αυτοκράτορας ξήλωσε από τη στολή του τα διακριτικά που μπορούσαν να
προδώσουν το αξίωμά του και όρμησε προς τα τείχη. Δεν τον ξαναείδε ποτέ
κανείς.
Με το ξημέρωμα ο Μωάμεθ έριξε στη μάχη τους γενιτσάρους του. Τα
κανόνια είχαν προξενήσει ένα μεγάλο άνοιγμα στα εξωτερικά τείχη και,
όπως λέγεται, μέσα από την πόλη δεν είχαν κλείσει καλά μια μικρή και από
χρόνια αχρησιμοποίητη πύλη, την Κερκόπορτα. Τα στίφη των Τούρκων
εισόρμησαν και ξεχύθηκαν στα σπλάχνα της Βασιλεύουσας, η οποία
παραδόθηκε σε αδυσώπητη λεηλασία, σφαγή και υποδούλωση. Εάλω η Πόλις!
=====@@@@@@@=========@@@@@@@=====
Άλωση της Πόλης, θρύλοι κα παραδόσεις
Τρίτη 29 Μαϊου: Οι
Τούρκοι αρχίζουν την επίθεση από την πύλη του Αγ. Ρωμανού όπου το τείχος
ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούσθηκαν μετά από
μάχη σώμα με σώμα στις οποίες ήταν παρόντες ο Ιουστινιάνης και ο
Κων/νος. Σ' αυτή τη μάχη τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης και κατέφυγε στο
Γαλατά.
ΜΙΑ ΛΑΪΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΟΝ
ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗ: "Η κακή τύχη ηθέλησε και ελαβώθη ο
καπετάνιος Γιουστουνιάς ( Ιουστινιάνης) με μια σαϊττέα εις τα σαγόνια
και έτρεχε το αίμα εισέ όλο του το κορμί, και εσκιάχθη να μην αποθάνη,
και δεν εμίλησε λόγον να βάλη άλλον εις τον τόπον του, μόνε άφησε τον
πόλεμον καί έφυγε κρυφά, δια να μην τζακιστούνε οι σύντροφοι του. Και
εμπήκανε οι εχθροί μέσα. Οπού αν ήθελε αφήσει άλλον εις τον τόπον τον,
δεν ηθέλανε εμπή, οι εχθροί και ήθελε κρατεί τον πόλεμον και δεν ήθελε
χάσει την χωράν, τόσο ότι ακόμα αντιστέκανε οι Ρωμαίοι και πολεμούσανε
ανδρείως- και εσκλήρυνε πολλά ο πόλεμος. Και ο βασιλεύς, ωσάν· έμαθε ότι
ελαβώθη ο καπετάνιος και έφυγε, τότε επήγαινε με αναστεναγμόν να τον
ευρή, και ερωτά πού 'να τον ευρή. Και οι πολεμιστάόες, οι σύντροφοι του,
επολεμούσανε χωρίς καπετάνιο. αμή αρχίσανε και αυτοί και άφηναν τον
πόλεμον και εφεύγανε. Τότε επηρανε οι Τούρκοι θάρρος πολύ και οι Ρωμαίοι
εόειλιάσανε πολλά. Και ετούτα εγίνισαν
όιατίέφυγε ο καπετάνιος, οπού έκαμνε χρεία να στέκη και να πολεμά έως
να αποθάνη εις την τιμήν του, και ήθελε όιόει θάρρος και των συντρόφων
του, όιατί όλη η δύναμη του Τούρκου ήτανε εις εκείνην την μερέα. Και οι
ελεεινοί Ρωμαίοι αμή ελιγοστεύανε και δεν ημπορουσανε να αντισταθούνε
εισέ τόσο πλήθος Τούρκων". (Βαρβερινός κώδικας)
Η αποχώρηση του Ιουστινιάνη προκάλεσε σύγχυση και οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλλουν στην Πόλη κατά μάζες. Ακολούθησε η τελική αντίσταση κατά την οποία ο Κων/νος έπεσε πολεμώντας ως απλός στρατιώτης. Κι o καίσαρ, όταν άκουσε πώς έγινε πια το θέλημα του Θεού, επήγε στη μεγάλη εκκλησία, έπεσε και προσκύνησε ζητώντας έλεος από το Θεό κι άφεση αμαρτιών. Aποχαιρέτισε τον Πατριάρχη, όλο τον υπόλοιπο κλήρο, τη ρήγισσα, προσκύνησε σ' όλα τα σημεία κι εβγήκε από το ναό, πίσω εβόησε όλος ο κλήρος κι όλοι όσοι βρέθηκαν τότε εκεί, γυναίκες και παιδιά αμέτρητα τον ξεπροβόδισαν με θρήνους κι αναστεναγμούς, τόσο που έλεγες ότι η μεγάλη εκκλησία εσάλεψε από τον τόπο της, κι εμένα μου φαίνεται ότι ή βουή τους θα έφτασε κείνη τη στιγμή ίσαμε τον ουρανό. Καθώς έβγήκε από την εκκλησία είπε ένα μονό: "Όποιος θέλει να θυσιαστεί για τους ιερούς ναούς και την ορθόδοξη πίστη μας, ας με ακολουθήσει" και καβαλίκεψε το φαρί του κι ετράβηξε για τη Χρυσή Πύλη - εκεί ενόμισε ότι θα βρει τον άπιστο. Τον ακολούθησαν ως τρεις χιλιάδες πολεμιστές. Μπροστά στην πύλη είδαν πάρα πολλούς Τούρκους πού καρτερούσαν να πιάσουν τον καίσαρα. Τους εσκότωσαν όλους αυτούς. 'Έτσι ο καίσαρ έφτασε ίσαμε την πύλη, μα από τους πολλούς σκοτωμένους δεν ημπορούσε να προχωρήσει άλλο και πάλι βρέθηκαν μπροστά του άλλοι Τούρκοι κι έπολέμησαν και μ' αυτούς ως το θάνατο. Εκεί έπεσε ο ευσεβής καίσαρ Κωνσταντίνος υπέρ των ιερών ναών και της ορθοδοξίας, μήνας Μάιος, την 29η μέρα, αφού εσκότωσε με το χέρι του, όπως έλεγαν όσοι έμειναν ζωντανοί, πάνω από 600 Τούρκους, κι έτσι αλήθεψε ο χρησμός: "Με Κωνσταντίνο έγινε και πάλι με Κωνσταντίνο θ' αποθάνει". Γιατί οι αμαρτίες έρχεται ή ώρα και κρίνονται από το θεό και, καθώς λέγεται, οι κακουργίες κι οι ανομίες καταλύουν τους θρόνους των ισχυρών.
29η Μαϊου, 2:30 το μεσημέρι: Η χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί. Καμιάς πολιτείας η πτώση δεν θρηνήθηκε τόσο πολύ όσο της Πόλης του Ελληνισμού, επειδή ως το 1453 είχε παραμείνει το αδούλωτο προπύργιο του Βυζαντινού κράτους. Η αντίσταση των πολιορκουμένων μπροστά στους πολυάριθμους άπιστους για την πατρίδα και τη θρησκεία, έμεινε χαραγμένη στον υπόδουλο Ελληνισμό και δημιούργησε την εθνική συνείδηση στους 4 αιώνες σκλαβιάς. .... Οι Ελληνες μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη, άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοία βιαστικά και με ακαταστασία χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση...
Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγια Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Αλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για που. Σε λίγο άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως από τους Ελληνες φάνηκαν γενναίοι αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
"Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν". Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "Απόδειξις ιστοριών" (μετάφραση). Ο λαός διέδιδε με το τραγούδι του το σκληρό μήνυμα ως θέλημα Θεού. Πηραν την πόλιν, πηραν την, πηραν τη Σαλονίκη, πηραν και την Αγία Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι, που ειχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυό καμπάνες κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγουν τά άξια κι ο βασιλιάς του κόσμου φωνή τους ηρθ' εξ ουρανου κι απ' Αρχαγγέλου στόμα. Στις 2:30 το μεσημέρι η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το σύμβολο του Ελληνισμού και Χριστιανισμού, είχε καταλυθεί.
Η Λαϊκή μούσα θρηνεί για την άλωση της Πόλης: "Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη". "Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες". Αλλά το γενναίο φρόνημα του έθνους με αισιοδοξία δηλώνει: "Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους. Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο; Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το: -"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;" -"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος, ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην. Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα." (δημοτικό, απόσπασμα).
Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. "ΠΑλι με ΧρΟνουΣ και καιροΥΣ" Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο "Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία". Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε "Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Πάρθεν η Ρωμανία Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια, επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον. Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον, εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον, Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει. Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν. "Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!" Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).
"ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ": Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος...
"ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ": Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.
"Ο Πύργος της Βασιλοπούλας": Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται "πύργος της βασιλοπούλας". Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: "αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.". Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.
"0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ": Έ ναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.
Η αποχώρηση του Ιουστινιάνη προκάλεσε σύγχυση και οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλλουν στην Πόλη κατά μάζες. Ακολούθησε η τελική αντίσταση κατά την οποία ο Κων/νος έπεσε πολεμώντας ως απλός στρατιώτης. Κι o καίσαρ, όταν άκουσε πώς έγινε πια το θέλημα του Θεού, επήγε στη μεγάλη εκκλησία, έπεσε και προσκύνησε ζητώντας έλεος από το Θεό κι άφεση αμαρτιών. Aποχαιρέτισε τον Πατριάρχη, όλο τον υπόλοιπο κλήρο, τη ρήγισσα, προσκύνησε σ' όλα τα σημεία κι εβγήκε από το ναό, πίσω εβόησε όλος ο κλήρος κι όλοι όσοι βρέθηκαν τότε εκεί, γυναίκες και παιδιά αμέτρητα τον ξεπροβόδισαν με θρήνους κι αναστεναγμούς, τόσο που έλεγες ότι η μεγάλη εκκλησία εσάλεψε από τον τόπο της, κι εμένα μου φαίνεται ότι ή βουή τους θα έφτασε κείνη τη στιγμή ίσαμε τον ουρανό. Καθώς έβγήκε από την εκκλησία είπε ένα μονό: "Όποιος θέλει να θυσιαστεί για τους ιερούς ναούς και την ορθόδοξη πίστη μας, ας με ακολουθήσει" και καβαλίκεψε το φαρί του κι ετράβηξε για τη Χρυσή Πύλη - εκεί ενόμισε ότι θα βρει τον άπιστο. Τον ακολούθησαν ως τρεις χιλιάδες πολεμιστές. Μπροστά στην πύλη είδαν πάρα πολλούς Τούρκους πού καρτερούσαν να πιάσουν τον καίσαρα. Τους εσκότωσαν όλους αυτούς. 'Έτσι ο καίσαρ έφτασε ίσαμε την πύλη, μα από τους πολλούς σκοτωμένους δεν ημπορούσε να προχωρήσει άλλο και πάλι βρέθηκαν μπροστά του άλλοι Τούρκοι κι έπολέμησαν και μ' αυτούς ως το θάνατο. Εκεί έπεσε ο ευσεβής καίσαρ Κωνσταντίνος υπέρ των ιερών ναών και της ορθοδοξίας, μήνας Μάιος, την 29η μέρα, αφού εσκότωσε με το χέρι του, όπως έλεγαν όσοι έμειναν ζωντανοί, πάνω από 600 Τούρκους, κι έτσι αλήθεψε ο χρησμός: "Με Κωνσταντίνο έγινε και πάλι με Κωνσταντίνο θ' αποθάνει". Γιατί οι αμαρτίες έρχεται ή ώρα και κρίνονται από το θεό και, καθώς λέγεται, οι κακουργίες κι οι ανομίες καταλύουν τους θρόνους των ισχυρών.
29η Μαϊου, 2:30 το μεσημέρι: Η χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί. Καμιάς πολιτείας η πτώση δεν θρηνήθηκε τόσο πολύ όσο της Πόλης του Ελληνισμού, επειδή ως το 1453 είχε παραμείνει το αδούλωτο προπύργιο του Βυζαντινού κράτους. Η αντίσταση των πολιορκουμένων μπροστά στους πολυάριθμους άπιστους για την πατρίδα και τη θρησκεία, έμεινε χαραγμένη στον υπόδουλο Ελληνισμό και δημιούργησε την εθνική συνείδηση στους 4 αιώνες σκλαβιάς. .... Οι Ελληνες μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη, άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοία βιαστικά και με ακαταστασία χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση...
Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγια Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Αλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για που. Σε λίγο άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως από τους Ελληνες φάνηκαν γενναίοι αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
"Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν". Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "Απόδειξις ιστοριών" (μετάφραση). Ο λαός διέδιδε με το τραγούδι του το σκληρό μήνυμα ως θέλημα Θεού. Πηραν την πόλιν, πηραν την, πηραν τη Σαλονίκη, πηραν και την Αγία Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι, που ειχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυό καμπάνες κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγουν τά άξια κι ο βασιλιάς του κόσμου φωνή τους ηρθ' εξ ουρανου κι απ' Αρχαγγέλου στόμα. Στις 2:30 το μεσημέρι η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το σύμβολο του Ελληνισμού και Χριστιανισμού, είχε καταλυθεί.
Η Λαϊκή μούσα θρηνεί για την άλωση της Πόλης: "Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη". "Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες". Αλλά το γενναίο φρόνημα του έθνους με αισιοδοξία δηλώνει: "Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους. Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο; Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το: -"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;" -"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος, ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην. Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα." (δημοτικό, απόσπασμα).
Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. "ΠΑλι με ΧρΟνουΣ και καιροΥΣ" Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο "Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία". Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε "Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Πάρθεν η Ρωμανία Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια, επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον. Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον, εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον, Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει. Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν. "Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!" Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).
"ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ": Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος...
"ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ": Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.
"Ο Πύργος της Βασιλοπούλας": Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται "πύργος της βασιλοπούλας". Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: "αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.". Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.
"0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ": Έ ναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.
=====@@@@@@@=========@@@@@@@=====
Το Ιστορικό της Άλωση της Κωνσταντινούπολης
28 Μαϊ 2010
29 Μαΐου μαύρη μέρα για τον Ελληνισμό, το 1453 έπεσε η Βυζαντινή
Αυτοκρατορία από τους Οθωμανούς, με αφορμή τη μαύρη αυτή επέτειο
αναδημοσιεύω απ’ το manesis το ιστορικό της άλωσης της Κωνσταντινούπολης
Μάρτιος του 1453:
Ο Σουλτάνος φθάνει κάτω από τα τείχη της Κων/πολης με πολυάριθμο στρατό, από στρατιώτες τεχνίτες, σιτιστές υπηρέτες και εργάτες και ατελείωτα πλήθη ατάκτων που τους προσείλκυε η προοπτική της λεηλασίας. Πολυάριθμοι φανατικοί Τούρκοι μοναχοί με κηρύγματα τόνωναν το ηθικό τους και την πολεμική τους ορμή.
7 Απριλίου:
Κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία. Ο αγώνας ήταν άνισος. Στην Πόλη υπήρχαν 5000 Βυζαντινοί στρατιώτες και 2000 ξένοι Βενετοί και Γενουάτες και τα πληρώματα των πλοίων στο Κεράτιο Κόλπο. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας πήρε θέση στην πύλη του Αγίου Ρωμανού απέναντι από το σουλτάνο.
11 Απριλίου: Οι Τούρκοι αρχίζουν το βομβαρδισμό με κανόνια. Κύριοι στόχοι είναι το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχερνές και την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Το μέγεθος και οι δυνατότητες του, παραδίδονται μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας, τέρας τι φοβερό και εξαίσιον με ήχο βολής ουρανόβροντον: είναι πράγμα φοβερότατων ιδειν και ες ακοήν όλως άπιστον και απαράδεκτον (ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ).
Με τη βοήθεια Ιταλού μηχανικού, ο Μωάμεθ, κατασκεύασε δίολκο δώδεκα χιλιομέτρων ανάμεσα στο Βόσπορο και στον Κεράτιο κόλπο, πίσω από το τείχος του Γαλατά. Στον Κεράτιο κόλπο σύρθηκαν νύχτα 70 πλοία με τα πληρώματα τους. Αυτό ήταν βαρύ πλήγμα για τους Κων/πολίτες οι οποίοι υπέφεραν από έλλειψη τροφίμων. Πολλοί συμβούλευαν τον αυτοκράτορα να φύγει και πως η παρουσία του έξω από τα τείχη θα έσωζε την πόλη. Ο Κων/νος απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση με θάρρος και αξιοπρέπεια.
Ο σουλτάνος λοιπόν μετέφερε μ' αυτόν τον τρόπο τα πλοία του μέσα σε μια νύχτα και το πρωί βρέθηκαν ξαφνικά στο λιμάνι. Ύστερα έφτιαξε μια γέφυρα με τον εξής τρόπο: συγκέντρωσε πολλές μικρές βάρκες, μεγάλα δοχεία και ξύλινα βαρέλια, τα έδεσε γερά με δοκάρια, σίδερα και σκοινιά ώστε να μη σκορπιστούν από τα κύματα και έβαλε πάνω τους σανίδες τις οποίες στερέωσε με μεγάλα σιδερένια καρφιά. Έτσι κατασκεύασε μια μεγάλη και δυνατή γέφυρα με 50 οργιές πλάτος και 100 μήκος, την οποία τοποθέτησε στη μέση του λιμανιού και η οποία φαινόταν σαν ξηρά. Τοποθέτησε πάνω της ένα κανόνι και άρχισε να χτυπάει με αυτό και με τα πλοία του την Κωνσταντινούπολη από εκείνο το μέρος.
"Το χρονικό της Άλωσης", Γεώργιος Φραντζής
12 Απριλίου:
Οι Βυζαντινοί με επινοητικότητα αντιμετωπίζουν τις βολές. Κρεμούσαν στην εξωτερική πλευρά των τειχών δέματα με μαλλιά ή με φύλλα ώστε να εξασθενεί η ορμή των βολών. Δημιούργησαν ένα δεύτερο τείχος φτιαγμένο με χόρτα, καλάμια και λάσπη καλυμμένο με δέρματα.
13 Απριλίου:
Η κυβέρνηση της Γένοβας καλεί εγγράφως όσους πολίτες της, βρίσκονται στην Ανατολή να συνδράμουν τον αυτοκράτορα Παλαιολόγο με κάθε τρόπο.
20 Απριλίου:
Έφθασαν μπροστά στην Κων/πολη τρία καράβια Γενουατικά και ένα βυζαντινό φορτωμένο με προμήθειες. Αν και ο Τουρκικός στόλος κινήθηκε εναντίον τους, οι Βυζαντινοί κέρδισαν χάριν στην ναυτική απειρία των Τούρκων. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί ώστε προχώρησε έφιππος μέσα στη θάλασσα.
22 Απριλίου:
Ο Σουλτάνος προχωρά στο τελικό σχέδιο.
7 και 11 Μαϊου:
Οι Τούρκοι επιχειρούν νέες εφόδους αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ ΣΤΙΣ ΠΡOΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ Β' (Απόσπασμα):
ΤΟ ΔΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΣΟΙ ΔΟΥΝΑΙ ΟΥΤ΄ ΕΜΟΝ ΕΣΤΙΝ ΟΥΤ΄ ΑΛΛΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΩΝ ΕΝ ΑΥΤΗ . ΚΟΙΝΗ ΓΑΡ ΓΝΩΜΗ ΠΑΝΤΕΣ ΑΥΤΟΠΡΟΑΙΡΕΤΩΣ ΑΠΟΘΑΝΟΥΜΕΝ ΚΑΙ ΟΥ ΦΕΙΣΟΜΕΘΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ .
Το να σου παραδώσω την πόλη ούτε στις δικές μου προθέσεις είναι ούτε σε κανενός άλλου απ' όσους κατοικούν σ' αυτή, γιατί όλοι με κοινή απόφαση (που πήραμε) με τη δική μας αβίαστη θέληση θα πεθάνουμε και δε θα υπολογίσουμε τη ζωή μας. Γ. Φραντζής (ιστορικός της άλωσης) (μετάφραση).
Μετά την απάντηση του Παλαιολόγου ο Μωάμεθ κάλεσε πολεμικό συμβούλιο κι έβγαλε λόγο εμψυχώνοντας το στρατό του υπογραμμίζοντας τους θησαυρούς που θα έβρισκαν μέσα στα ανάκτορα, στα σπίτια, στις εκκλησίες. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης. Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλπιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φωνές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί.
Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ' αυτές και έριχναν αδιάκοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παραθαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα. Οι πολεμικές μηχανές, που έριχναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν κολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού.
Οι δικοί μας έκαιγαν τις εχθρικές πολεμικές μηχανές με το "υγρό πυρ", γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα. Όπου έβλεπαν συγκεντρωμένους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλεβόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς. Οι εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή αντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κάνουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες1 και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυλής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα2 για να μην υποχωρήσουν.
Ποιος μπορεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Μερικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους εχθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: "Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νικήσετε;" Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους των άλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους.
Η πολιορκία και η Άλωση της Κων/λης
ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Το πρωί (της 7ης Μαΐου) πάλι οι Τούρκοι έβαλαν με το μεγάλο τηλεβόλο λίγο χαμηλότερα κι εγκρέμισαν ένα μεγάλο κομμάτι - τα ίδια δεύτερη και τρίτη φορά. Κι όταν ήταν πια μεγάλο το χάλασμα, αμέσως πλήθος ασκέρια όρμησαν αλαλάζοντας στο μέρος αυτό πατώντας ο ένας πάνω στον άλλον - τα ίδια και οι Έλληνες από τη μεριά της πόλης: και χτυπούσαν πρόσωπο με πρόσωπο ουρλιάζοντας σαν θηρία.
-'Ήταν φριχτό να βλέπει κανείς και των δυο τη δύναμη και παρατολμία.
Ο Γιουστινιάνης με κάμποσους πολεμιστές όρμησε κραυγάζοντας απάνω στους Τούρκους με τόση αφοβία, ώστε εν ριπή οφθαλμού τους επέταξε κάτω από τα τείχη "κι εγέμισε το χαντάκι σκοτωμένους. Ένας δε γενίτσαρος, ο Αμουράτ, πολύ δυνατός στο κορμί, έφτασε ως το Γιουστινιάνη κι άρχισε να τον χτυπά με θηριωδία. Τότε κάποιος από τους Έλληνες επήδησε από το τείχος και του πήρε το κεφάλι με το πελέκι κι έτσι έσωσε το Γισυστινιάνη από το θάνατο...
Η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453. Το Ρωσικό Χρονικό του. Νέστορα Ισκεντέρη, απόδ. Μ. Αλεξανδρόπουλος, Αθήνα 1978,58.
18 Μαϊου: Οι Τούρκοι στήνουν μεγάλο ξύλινο κινητό πύργο επάνω σε τροχούς κοντά στην πύλη του Αγ. Ρωμανού μπροστά στο χείλος της Τάφρου την οποία αρχίζουν να γεμίζουν. Οι Βυζαντινοί όμως τους απωθούν, αδειάζουν την τάφρο και επισκευάζουν τις ζημιές. Αδημονία και ανησυχία κυριαρχεί στο στρατόπεδο των Τούρκων
21 Μαϊου:
Ο Σουλτάνος στέλνει πρέσβη στην Κων/πολη ζητώντας την παράδοση της πόλης.
25-26 Μαϊου:
Συμβαίνουν πολλά δυσοίωνα στην Πόλη. Πέφτει κάτω η εικόνα της Παναγίας κατά τη λιτανεία της και τούτο παρά δόξαν γεγονός φρίκην πολλήν και αγωνίαν μέγιστην και φόβος πασιν ενέβαλεν. Επιπλέον ξεσπά μεγάλη νεροποντή με βροντές, αστραπές, χαλάζι και τη επόμενη νέφος βαθύ την πόλιν πασαν περιεκάλυψε από πρωϊας βαθείας έως εσπέρας.
Κυριακή 27 Μαϊου:
Ο βομβαρδισμός άρχισε με ιδιαίτερη ένταση και εναντίον των χερσαίων τειχών και εναντίον του τείχους του Κεράτιου.
Δευτέρα 28 Μαϊου:
Η Κων/πολη προετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη μεγάλη επίθεση. Ταυτόχρονα ο κόσμος προσευχόταν και έγιναν λιτανείες με περιφορές εικόνων μπροστά στα κατεστραμμένα τείχη. Το βράδυ έγινε κατανυκτική λειτουργία στην Αγία Σοφία που έμελλε να είναι και η τελευταία. Ό καίσαρ κι οι άρχοντες εγύριζαν όλη την πόλη. με δάκρυα και θρήνους ικέτευαν τους αρχηγούς και τους στρατηγούς, όλους τους στρατιώτες κι όλο το λαό να μην χάνουν τις ελπίδες τους, να μην κάνουν βήμα πίσω - αλλά με θάρρος κι ακλόνητη πίστη χτυπάτε τους εχθρούς κι ο Κύριος και θεός μας θα μας βοηθήσει. Κι επρόσταξε να σημαίνουν όλες οι καμπάνες συναγερμό των πάντων, σύσσωμος ο λαός έτρεχε στα τείχη κι επολέμαγε τους Τούρκους. έγινε φονικός πόλεμος, φριχτό κι αβάσταχτο ήταν να βλέπεις τόση ανδρεία και παρατολμία.
Ό Πατριάρχης κι όλη η σύνοδος έκαναν δεήσεις στον μεγάλο ιερό ναό, παρακαλώντας αδιάκοπα από το θεό και την υπεραγία Θεοτόκο βοήθεια και θάρρος κατά των εχθρών. Όταν άκουσε τις καμπάνες, έλαβε τις σεπτές εικόνες, εβγήκε μπροστά στην εκκλησία και γονατιστός ευλόγησε την Πόλη με το σταυρό κι έλεγε κλαίγοντας: "Ανάστα, Κύριος ο θεός και βοήθησε μας την έσχατη τούτην ώρα της καταστροφής μας, μην αποστραφείς διαπαντός τα πλάσματα σου και μη δώσεις την κληρονομία σου βορά στους ανθρωποφάγους για να μην ειπούν: "Που είναι ο Θεός τους;", αλλά να ιδούν ότι εσύ είσαι ο θεός μας, ο Κύριος μας Ιησούς Χρίστος προς δόξα του θεού πατρός".
Κι αυτά τα ίδια αναφώνησε και στην υπεραγία Θεοτόκο: ""Ω, υπεραγία Δέσποινα, άπλωσε το χέρι ενώπιον του υιού σου και Θεού μας, προστάτεψέ μας Δέσποινα, από την οργή του Θεού κι από τον όλεθρο μας, γιατί αύτη τη στιγμή, Πάναγνη και Υπεράμωμη, είμαστε μπροστά στου άδη το στόμα: έλα, φιλέσπλαχνη και φιλάνθρωπη, και σώσε μας, πάρε μας στη δεξιά σου προτού μας καταβροχθίσει ο άδης κι όλοι θα δοξάζουν, και θα ευχαριστούν το υπεράγιο κι υπέρλαμπρο όνομα σου". Αυτά έλεγαν και προσεύχονταν δίχως να σταματούν. "Το χρονικό της Άλωσης", Γεώργιος Φραντζής.
Ένας μεγάλος αριθμός πολιτών κατέφυγε στο ναόαπό τις πρώτες στιγμές της Τουρκικής εισβολής.
Τρίτη 29 Μαϊου:
Οι Τούρκοι αρχίζουν την επίθεση από την πύλη του Αγ. Ρωμανού όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούσθηκαν μετά από μάχη σώμα με σώμα στις οποίες ήταν παρόντες ο Ιουστινιάνης και ο Κων/νος. Σ' αυτή τη μάχη τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης και κατέφυγε στο Γαλατά.
ΜΙΑ ΛΑΪΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗ
(Το παραθέτουμε με τη γλώσσα του πρωτοτύπου) "Η κακή τύχη ηθέλησε και ελαβώθη ο καπετάνιος Γιουστουνιάς ( Ιουστινιάνης) με μια σαϊττέα εις τα σαγόνια και έτρεχε το αίμα εισέ όλο του το κορμί, και εσκιάχθη να μην αποθάνη, και δεν εμίλησε λόγον να βάλη άλλον εις τον τόπον του, μόνε άφησε τον πόλεμον καί έφυγε κρυφά, δια να μην τζακιστούνε οι σύντροφοι του. Και εμπήκανε οι εχθροί μέσα. Οπού αν ήθελε αφήσει άλλον εις τον τόπον τον, δεν ηθέλανε εμπή, οι εχθροί και ήθελε κρατεί τον πόλεμον και δεν ήθελε χάσει την χωράν, τόσο ότι ακόμα αντιστέκανε οι Ρωμαίοι και πολεμούσανε ανδρείως- και εσκλήρυνε πολλά ο πόλεμος. Και ο βασιλεύς, ωσάν· έμαθε ότι ελαβώθη ο καπετάνιος και έφυγε, τότε επήγαινε με αναστεναγμόν να τον ευρή, και ερωτά πού 'να τον ευρή.
Και οι πολεμιστάδες, οι σύντροφοι του, επολεμούσανε χωρίς καπετάνιο. αμή αρχίσανε και αυτοί και άφηναν τον πόλεμον και εφεύγανε. Τότε επηρανε οι Τούρκοι θάρρος πολύ και οι Ρωμαίοι εόειλιάσανε πολλά. Και ετούτα εγίνισαν όιατίέφυγε ο καπετάνιος, οπού έκαμνε χρεία να στέκη και να πολεμά έως να αποθάνη εις την τιμήν του, και ήθελε όιόει θάρρος και των συντρόφων του, όιατί όλη η δύναμη του Τούρκου ήτανε εις εκείνην την μερέα. Και οι ελεεινοί Ρωμαίοι αμή ελιγοστεύανε και δεν ημπορουσανε να αντισταθούνε εισέ τόσο πλήθος Τούρκων". (Βαρβερινός κώδικας)
Η αποχώρηση του Ιουστινιάνη προκάλεσε σύγχυση και οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλλουν στην Πόλη κατά μάζες. Ακολούθησε η τελική αντίσταση κατά την οποία ο Κων/νος έπεσε πολεμώντας ως απλός στρατιώτης. Κι o καίσαρ, όταν άκουσε πώς έγινε πια το θέλημα του Θεού, επήγε στη μεγάλη εκκλησία, έπεσε και προσκύνησε ζητώντας έλεος από το Θεό κι άφεση αμαρτιών.
Aποχαιρέτισε τον Πατριάρχη, όλο τον υπόλοιπο κλήρο, τη ρήγισσα, προσκύνησε σ' όλα τα σημεία κι εβγήκε από το ναό, πίσω εβόησε όλος ο κλήρος κι όλοι όσοι βρέθηκαν τότε εκεί, γυναίκες και παιδιά αμέτρητα τον ξεπροβόδισαν με θρήνους κι αναστεναγμούς, τόσο που έλεγες ότι η μεγάλη εκκλησία εσάλεψε από τον τόπο της, κι εμένα μου φαίνεται ότι ή βουή τους θα έφτασε κείνη τη στιγμή ίσαμε τον ουρανό.
Καθώς έβγήκε από την εκκλησία είπε ένα μονό: "Όποιος θέλει να θυσιαστεί για τους ιερούς ναούς και την ορθόδοξη πίστη μας, ας με ακολουθήσει" και καβαλίκεψε το φαρί του κι ετράβηξε για τη Χρυσή Πύλη - εκεί ενόμισε ότι θα βρει τον άπιστο. Τον ακολούθησαν ως τρεις χιλιάδες πολεμιστές.
Μπροστά στην πύλη είδαν πάρα πολλούς Τούρκους πού καρτερούσαν να πιάσουν τον καίσαρα. Τους εσκότωσαν όλους αυτούς. 'Έτσι ο καίσαρ έφτασε ίσαμε την πύλη, μα από τους πολλούς σκοτωμένους δεν ημπορούσε να προχωρήσει άλλο και πάλι βρέθηκαν μπροστά του άλλοι Τούρκοι κι έπολέμησαν και μ' αυτούς ως το θάνατο. Εκεί έπεσε ο ευσεβής καίσαρ Κωνσταντίνος υπέρ των ιερών ναών και της ορθοδοξίας, μήνας Μάιος, την 29η μέρα, αφού εσκότωσε με το χέρι του, όπως έλεγαν όσοι έμειναν ζωντανοί, πάνω από 600 Τούρκους, κι έτσι αλήθεψε ο χρησμός: "Με Κωνσταντίνο έγινε και πάλι με Κωνσταντίνο θ' αποθάνει". Γιατί οι αμαρτίες έρχεται ή ώρα και κρίνονται από το θεό και, καθώς λέγεται, οι κακουργίες κι οι ανομίες καταλύουν τους θρόνους των ισχυρών.
29η Μαϊου, 2:30 το μεσημέρι:
Η χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί. Καμιάς πολιτείας η πτώση δεν θρηνήθηκε τόσο πολύ όσο της Πόλης του Ελληνισμού, επειδή ως το 1453 είχε παραμείνει το αδούλωτο προπύργιο του Βυζαντινού κράτους. Η αντίσταση των πολιορκουμένων μπροστά στους πολυάριθμους άπιστους για την πατρίδα και τη θρησκεία, έμεινε χαραγμένη στον υπόδουλο Ελληνισμό και δημιούργησε την εθνική συνείδηση στους 4 αιώνες σκλαβιάς. ....
Οι Ελληνες μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη, άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοία βιαστικά και με ακαταστασία χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση...
Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγια Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Αλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για που. Σε λίγο άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως από τους Ελληνες φάνηκαν γενναίοι αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
"Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν". Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "Απόδειξις ιστοριών" (μετάφραση). Ο λαός διέδιδε με το τραγούδι του το σκληρό μήνυμα ως θέλημα Θεού. Πηραν την πόλιν, πηραν την, πηραν τη Σαλονίκη, πηραν και την Αγία Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι, που ειχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυό καμπάνες κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγουν τά άξια κι ο βασιλιάς του κόσμου φωνή τους ηρθ' εξ ουρανου κι απ' Αρχαγγέλου στόμα. Στις 2:30 το μεσημέρι η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το σύμβολο του Ελληνισμού και Χριστιανισμού, είχε καταλυθεί.
Η Λαϊκή μούσα θρηνεί για την άλωση της Πόλης:
"Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη". "Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες". Αλλά το γενναίο φρόνημα του έθνους με αισιοδοξία δηλώνει: "Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους. Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο; Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το: -"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;" -"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος, ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην. Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα." (δημοτικό, απόσπασμα).
Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι , αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. "ΠΑλι με ΧρΟνουΣ και καιροΥΣ" Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο "Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία".
Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε "Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Πάρθεν η Ρωμανία Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια, επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον. Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον, εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον, Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει. Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν. "Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!" Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).
"ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ" . Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος...
"ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ" . Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.
"Ο Πύργος της Βασιλοπούλας". Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται "πύργος της βασιλοπούλας". Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: "αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.". Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.
"0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ". Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη.
Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.
Πηγή: http://www.manesis.gr
Μάρτιος του 1453:
Ο Σουλτάνος φθάνει κάτω από τα τείχη της Κων/πολης με πολυάριθμο στρατό, από στρατιώτες τεχνίτες, σιτιστές υπηρέτες και εργάτες και ατελείωτα πλήθη ατάκτων που τους προσείλκυε η προοπτική της λεηλασίας. Πολυάριθμοι φανατικοί Τούρκοι μοναχοί με κηρύγματα τόνωναν το ηθικό τους και την πολεμική τους ορμή.
7 Απριλίου:
Κηρύχθηκε επίσημα η πολιορκία. Ο αγώνας ήταν άνισος. Στην Πόλη υπήρχαν 5000 Βυζαντινοί στρατιώτες και 2000 ξένοι Βενετοί και Γενουάτες και τα πληρώματα των πλοίων στο Κεράτιο Κόλπο. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας πήρε θέση στην πύλη του Αγίου Ρωμανού απέναντι από το σουλτάνο.
11 Απριλίου: Οι Τούρκοι αρχίζουν το βομβαρδισμό με κανόνια. Κύριοι στόχοι είναι το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχερνές και την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Το μέγεθος και οι δυνατότητες του, παραδίδονται μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας, τέρας τι φοβερό και εξαίσιον με ήχο βολής ουρανόβροντον: είναι πράγμα φοβερότατων ιδειν και ες ακοήν όλως άπιστον και απαράδεκτον (ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ).
Με τη βοήθεια Ιταλού μηχανικού, ο Μωάμεθ, κατασκεύασε δίολκο δώδεκα χιλιομέτρων ανάμεσα στο Βόσπορο και στον Κεράτιο κόλπο, πίσω από το τείχος του Γαλατά. Στον Κεράτιο κόλπο σύρθηκαν νύχτα 70 πλοία με τα πληρώματα τους. Αυτό ήταν βαρύ πλήγμα για τους Κων/πολίτες οι οποίοι υπέφεραν από έλλειψη τροφίμων. Πολλοί συμβούλευαν τον αυτοκράτορα να φύγει και πως η παρουσία του έξω από τα τείχη θα έσωζε την πόλη. Ο Κων/νος απέρριπτε την ταπεινωτική αυτή λύση με θάρρος και αξιοπρέπεια.
Ο σουλτάνος λοιπόν μετέφερε μ' αυτόν τον τρόπο τα πλοία του μέσα σε μια νύχτα και το πρωί βρέθηκαν ξαφνικά στο λιμάνι. Ύστερα έφτιαξε μια γέφυρα με τον εξής τρόπο: συγκέντρωσε πολλές μικρές βάρκες, μεγάλα δοχεία και ξύλινα βαρέλια, τα έδεσε γερά με δοκάρια, σίδερα και σκοινιά ώστε να μη σκορπιστούν από τα κύματα και έβαλε πάνω τους σανίδες τις οποίες στερέωσε με μεγάλα σιδερένια καρφιά. Έτσι κατασκεύασε μια μεγάλη και δυνατή γέφυρα με 50 οργιές πλάτος και 100 μήκος, την οποία τοποθέτησε στη μέση του λιμανιού και η οποία φαινόταν σαν ξηρά. Τοποθέτησε πάνω της ένα κανόνι και άρχισε να χτυπάει με αυτό και με τα πλοία του την Κωνσταντινούπολη από εκείνο το μέρος.
"Το χρονικό της Άλωσης", Γεώργιος Φραντζής
12 Απριλίου:
Οι Βυζαντινοί με επινοητικότητα αντιμετωπίζουν τις βολές. Κρεμούσαν στην εξωτερική πλευρά των τειχών δέματα με μαλλιά ή με φύλλα ώστε να εξασθενεί η ορμή των βολών. Δημιούργησαν ένα δεύτερο τείχος φτιαγμένο με χόρτα, καλάμια και λάσπη καλυμμένο με δέρματα.
13 Απριλίου:
Η κυβέρνηση της Γένοβας καλεί εγγράφως όσους πολίτες της, βρίσκονται στην Ανατολή να συνδράμουν τον αυτοκράτορα Παλαιολόγο με κάθε τρόπο.
20 Απριλίου:
Έφθασαν μπροστά στην Κων/πολη τρία καράβια Γενουατικά και ένα βυζαντινό φορτωμένο με προμήθειες. Αν και ο Τουρκικός στόλος κινήθηκε εναντίον τους, οι Βυζαντινοί κέρδισαν χάριν στην ναυτική απειρία των Τούρκων. Ο σουλτάνος είχε τόσο αναστατωθεί ώστε προχώρησε έφιππος μέσα στη θάλασσα.
22 Απριλίου:
Ο Σουλτάνος προχωρά στο τελικό σχέδιο.
7 και 11 Μαϊου:
Οι Τούρκοι επιχειρούν νέες εφόδους αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ ΣΤΙΣ ΠΡOΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ Β' (Απόσπασμα):
ΤΟ ΔΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΣΟΙ ΔΟΥΝΑΙ ΟΥΤ΄ ΕΜΟΝ ΕΣΤΙΝ ΟΥΤ΄ ΑΛΛΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΩΝ ΕΝ ΑΥΤΗ . ΚΟΙΝΗ ΓΑΡ ΓΝΩΜΗ ΠΑΝΤΕΣ ΑΥΤΟΠΡΟΑΙΡΕΤΩΣ ΑΠΟΘΑΝΟΥΜΕΝ ΚΑΙ ΟΥ ΦΕΙΣΟΜΕΘΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ .
Το να σου παραδώσω την πόλη ούτε στις δικές μου προθέσεις είναι ούτε σε κανενός άλλου απ' όσους κατοικούν σ' αυτή, γιατί όλοι με κοινή απόφαση (που πήραμε) με τη δική μας αβίαστη θέληση θα πεθάνουμε και δε θα υπολογίσουμε τη ζωή μας. Γ. Φραντζής (ιστορικός της άλωσης) (μετάφραση).
Μετά την απάντηση του Παλαιολόγου ο Μωάμεθ κάλεσε πολεμικό συμβούλιο κι έβγαλε λόγο εμψυχώνοντας το στρατό του υπογραμμίζοντας τους θησαυρούς που θα έβρισκαν μέσα στα ανάκτορα, στα σπίτια, στις εκκλησίες. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης. Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλπιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φωνές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί.
Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ' αυτές και έριχναν αδιάκοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παραθαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα. Οι πολεμικές μηχανές, που έριχναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν κολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού.
Οι δικοί μας έκαιγαν τις εχθρικές πολεμικές μηχανές με το "υγρό πυρ", γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα. Όπου έβλεπαν συγκεντρωμένους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλεβόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς. Οι εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή αντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κάνουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες1 και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυλής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα2 για να μην υποχωρήσουν.
Ποιος μπορεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Μερικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους εχθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: "Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νικήσετε;" Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους των άλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους.
Η πολιορκία και η Άλωση της Κων/λης
ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Το πρωί (της 7ης Μαΐου) πάλι οι Τούρκοι έβαλαν με το μεγάλο τηλεβόλο λίγο χαμηλότερα κι εγκρέμισαν ένα μεγάλο κομμάτι - τα ίδια δεύτερη και τρίτη φορά. Κι όταν ήταν πια μεγάλο το χάλασμα, αμέσως πλήθος ασκέρια όρμησαν αλαλάζοντας στο μέρος αυτό πατώντας ο ένας πάνω στον άλλον - τα ίδια και οι Έλληνες από τη μεριά της πόλης: και χτυπούσαν πρόσωπο με πρόσωπο ουρλιάζοντας σαν θηρία.
-'Ήταν φριχτό να βλέπει κανείς και των δυο τη δύναμη και παρατολμία.
Ο Γιουστινιάνης με κάμποσους πολεμιστές όρμησε κραυγάζοντας απάνω στους Τούρκους με τόση αφοβία, ώστε εν ριπή οφθαλμού τους επέταξε κάτω από τα τείχη "κι εγέμισε το χαντάκι σκοτωμένους. Ένας δε γενίτσαρος, ο Αμουράτ, πολύ δυνατός στο κορμί, έφτασε ως το Γιουστινιάνη κι άρχισε να τον χτυπά με θηριωδία. Τότε κάποιος από τους Έλληνες επήδησε από το τείχος και του πήρε το κεφάλι με το πελέκι κι έτσι έσωσε το Γισυστινιάνη από το θάνατο...
Η πολιορκία και η άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453. Το Ρωσικό Χρονικό του. Νέστορα Ισκεντέρη, απόδ. Μ. Αλεξανδρόπουλος, Αθήνα 1978,58.
18 Μαϊου: Οι Τούρκοι στήνουν μεγάλο ξύλινο κινητό πύργο επάνω σε τροχούς κοντά στην πύλη του Αγ. Ρωμανού μπροστά στο χείλος της Τάφρου την οποία αρχίζουν να γεμίζουν. Οι Βυζαντινοί όμως τους απωθούν, αδειάζουν την τάφρο και επισκευάζουν τις ζημιές. Αδημονία και ανησυχία κυριαρχεί στο στρατόπεδο των Τούρκων
21 Μαϊου:
Ο Σουλτάνος στέλνει πρέσβη στην Κων/πολη ζητώντας την παράδοση της πόλης.
25-26 Μαϊου:
Συμβαίνουν πολλά δυσοίωνα στην Πόλη. Πέφτει κάτω η εικόνα της Παναγίας κατά τη λιτανεία της και τούτο παρά δόξαν γεγονός φρίκην πολλήν και αγωνίαν μέγιστην και φόβος πασιν ενέβαλεν. Επιπλέον ξεσπά μεγάλη νεροποντή με βροντές, αστραπές, χαλάζι και τη επόμενη νέφος βαθύ την πόλιν πασαν περιεκάλυψε από πρωϊας βαθείας έως εσπέρας.
Κυριακή 27 Μαϊου:
Ο βομβαρδισμός άρχισε με ιδιαίτερη ένταση και εναντίον των χερσαίων τειχών και εναντίον του τείχους του Κεράτιου.
Δευτέρα 28 Μαϊου:
Η Κων/πολη προετοιμαζόταν πυρετωδώς για τη μεγάλη επίθεση. Ταυτόχρονα ο κόσμος προσευχόταν και έγιναν λιτανείες με περιφορές εικόνων μπροστά στα κατεστραμμένα τείχη. Το βράδυ έγινε κατανυκτική λειτουργία στην Αγία Σοφία που έμελλε να είναι και η τελευταία. Ό καίσαρ κι οι άρχοντες εγύριζαν όλη την πόλη. με δάκρυα και θρήνους ικέτευαν τους αρχηγούς και τους στρατηγούς, όλους τους στρατιώτες κι όλο το λαό να μην χάνουν τις ελπίδες τους, να μην κάνουν βήμα πίσω - αλλά με θάρρος κι ακλόνητη πίστη χτυπάτε τους εχθρούς κι ο Κύριος και θεός μας θα μας βοηθήσει. Κι επρόσταξε να σημαίνουν όλες οι καμπάνες συναγερμό των πάντων, σύσσωμος ο λαός έτρεχε στα τείχη κι επολέμαγε τους Τούρκους. έγινε φονικός πόλεμος, φριχτό κι αβάσταχτο ήταν να βλέπεις τόση ανδρεία και παρατολμία.
Ό Πατριάρχης κι όλη η σύνοδος έκαναν δεήσεις στον μεγάλο ιερό ναό, παρακαλώντας αδιάκοπα από το θεό και την υπεραγία Θεοτόκο βοήθεια και θάρρος κατά των εχθρών. Όταν άκουσε τις καμπάνες, έλαβε τις σεπτές εικόνες, εβγήκε μπροστά στην εκκλησία και γονατιστός ευλόγησε την Πόλη με το σταυρό κι έλεγε κλαίγοντας: "Ανάστα, Κύριος ο θεός και βοήθησε μας την έσχατη τούτην ώρα της καταστροφής μας, μην αποστραφείς διαπαντός τα πλάσματα σου και μη δώσεις την κληρονομία σου βορά στους ανθρωποφάγους για να μην ειπούν: "Που είναι ο Θεός τους;", αλλά να ιδούν ότι εσύ είσαι ο θεός μας, ο Κύριος μας Ιησούς Χρίστος προς δόξα του θεού πατρός".
Κι αυτά τα ίδια αναφώνησε και στην υπεραγία Θεοτόκο: ""Ω, υπεραγία Δέσποινα, άπλωσε το χέρι ενώπιον του υιού σου και Θεού μας, προστάτεψέ μας Δέσποινα, από την οργή του Θεού κι από τον όλεθρο μας, γιατί αύτη τη στιγμή, Πάναγνη και Υπεράμωμη, είμαστε μπροστά στου άδη το στόμα: έλα, φιλέσπλαχνη και φιλάνθρωπη, και σώσε μας, πάρε μας στη δεξιά σου προτού μας καταβροχθίσει ο άδης κι όλοι θα δοξάζουν, και θα ευχαριστούν το υπεράγιο κι υπέρλαμπρο όνομα σου". Αυτά έλεγαν και προσεύχονταν δίχως να σταματούν. "Το χρονικό της Άλωσης", Γεώργιος Φραντζής.
Ένας μεγάλος αριθμός πολιτών κατέφυγε στο ναόαπό τις πρώτες στιγμές της Τουρκικής εισβολής.
Τρίτη 29 Μαϊου:
Οι Τούρκοι αρχίζουν την επίθεση από την πύλη του Αγ. Ρωμανού όπου το τείχος ήταν σχεδόν κατεστραμμένο. Οι πρώτες επιθέσεις αποκρούσθηκαν μετά από μάχη σώμα με σώμα στις οποίες ήταν παρόντες ο Ιουστινιάνης και ο Κων/νος. Σ' αυτή τη μάχη τραυματίστηκε ο Ιουστινιάνης και κατέφυγε στο Γαλατά.
ΜΙΑ ΛΑΪΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗ
(Το παραθέτουμε με τη γλώσσα του πρωτοτύπου) "Η κακή τύχη ηθέλησε και ελαβώθη ο καπετάνιος Γιουστουνιάς ( Ιουστινιάνης) με μια σαϊττέα εις τα σαγόνια και έτρεχε το αίμα εισέ όλο του το κορμί, και εσκιάχθη να μην αποθάνη, και δεν εμίλησε λόγον να βάλη άλλον εις τον τόπον του, μόνε άφησε τον πόλεμον καί έφυγε κρυφά, δια να μην τζακιστούνε οι σύντροφοι του. Και εμπήκανε οι εχθροί μέσα. Οπού αν ήθελε αφήσει άλλον εις τον τόπον τον, δεν ηθέλανε εμπή, οι εχθροί και ήθελε κρατεί τον πόλεμον και δεν ήθελε χάσει την χωράν, τόσο ότι ακόμα αντιστέκανε οι Ρωμαίοι και πολεμούσανε ανδρείως- και εσκλήρυνε πολλά ο πόλεμος. Και ο βασιλεύς, ωσάν· έμαθε ότι ελαβώθη ο καπετάνιος και έφυγε, τότε επήγαινε με αναστεναγμόν να τον ευρή, και ερωτά πού 'να τον ευρή.
Και οι πολεμιστάδες, οι σύντροφοι του, επολεμούσανε χωρίς καπετάνιο. αμή αρχίσανε και αυτοί και άφηναν τον πόλεμον και εφεύγανε. Τότε επηρανε οι Τούρκοι θάρρος πολύ και οι Ρωμαίοι εόειλιάσανε πολλά. Και ετούτα εγίνισαν όιατίέφυγε ο καπετάνιος, οπού έκαμνε χρεία να στέκη και να πολεμά έως να αποθάνη εις την τιμήν του, και ήθελε όιόει θάρρος και των συντρόφων του, όιατί όλη η δύναμη του Τούρκου ήτανε εις εκείνην την μερέα. Και οι ελεεινοί Ρωμαίοι αμή ελιγοστεύανε και δεν ημπορουσανε να αντισταθούνε εισέ τόσο πλήθος Τούρκων". (Βαρβερινός κώδικας)
Η αποχώρηση του Ιουστινιάνη προκάλεσε σύγχυση και οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλλουν στην Πόλη κατά μάζες. Ακολούθησε η τελική αντίσταση κατά την οποία ο Κων/νος έπεσε πολεμώντας ως απλός στρατιώτης. Κι o καίσαρ, όταν άκουσε πώς έγινε πια το θέλημα του Θεού, επήγε στη μεγάλη εκκλησία, έπεσε και προσκύνησε ζητώντας έλεος από το Θεό κι άφεση αμαρτιών.
Aποχαιρέτισε τον Πατριάρχη, όλο τον υπόλοιπο κλήρο, τη ρήγισσα, προσκύνησε σ' όλα τα σημεία κι εβγήκε από το ναό, πίσω εβόησε όλος ο κλήρος κι όλοι όσοι βρέθηκαν τότε εκεί, γυναίκες και παιδιά αμέτρητα τον ξεπροβόδισαν με θρήνους κι αναστεναγμούς, τόσο που έλεγες ότι η μεγάλη εκκλησία εσάλεψε από τον τόπο της, κι εμένα μου φαίνεται ότι ή βουή τους θα έφτασε κείνη τη στιγμή ίσαμε τον ουρανό.
Καθώς έβγήκε από την εκκλησία είπε ένα μονό: "Όποιος θέλει να θυσιαστεί για τους ιερούς ναούς και την ορθόδοξη πίστη μας, ας με ακολουθήσει" και καβαλίκεψε το φαρί του κι ετράβηξε για τη Χρυσή Πύλη - εκεί ενόμισε ότι θα βρει τον άπιστο. Τον ακολούθησαν ως τρεις χιλιάδες πολεμιστές.
Μπροστά στην πύλη είδαν πάρα πολλούς Τούρκους πού καρτερούσαν να πιάσουν τον καίσαρα. Τους εσκότωσαν όλους αυτούς. 'Έτσι ο καίσαρ έφτασε ίσαμε την πύλη, μα από τους πολλούς σκοτωμένους δεν ημπορούσε να προχωρήσει άλλο και πάλι βρέθηκαν μπροστά του άλλοι Τούρκοι κι έπολέμησαν και μ' αυτούς ως το θάνατο. Εκεί έπεσε ο ευσεβής καίσαρ Κωνσταντίνος υπέρ των ιερών ναών και της ορθοδοξίας, μήνας Μάιος, την 29η μέρα, αφού εσκότωσε με το χέρι του, όπως έλεγαν όσοι έμειναν ζωντανοί, πάνω από 600 Τούρκους, κι έτσι αλήθεψε ο χρησμός: "Με Κωνσταντίνο έγινε και πάλι με Κωνσταντίνο θ' αποθάνει". Γιατί οι αμαρτίες έρχεται ή ώρα και κρίνονται από το θεό και, καθώς λέγεται, οι κακουργίες κι οι ανομίες καταλύουν τους θρόνους των ισχυρών.
29η Μαϊου, 2:30 το μεσημέρι:
Η χιλιόχρονη βυζαντινή αυτοκρατορία είχε καταλυθεί. Καμιάς πολιτείας η πτώση δεν θρηνήθηκε τόσο πολύ όσο της Πόλης του Ελληνισμού, επειδή ως το 1453 είχε παραμείνει το αδούλωτο προπύργιο του Βυζαντινού κράτους. Η αντίσταση των πολιορκουμένων μπροστά στους πολυάριθμους άπιστους για την πατρίδα και τη θρησκεία, έμεινε χαραγμένη στον υπόδουλο Ελληνισμό και δημιούργησε την εθνική συνείδηση στους 4 αιώνες σκλαβιάς. ....
Οι Ελληνες μόλις διέτρεξε η φήμη πως έπεσε η Πόλη, άλλοι άρχισαν να τρέχουν προς το λιμάνι στα πλοία των Βενετσιάνων και των Γενοβέζων και καθώς ορμούσαν πολλοί πάνω στα πλοία βιαστικά και με ακαταστασία χάνονταν, γιατί βούλιαζαν τα πλοία. Και έγινε εκείνο που συνήθως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Με θόρυβο, φωνές και χωρίς καμιά τάξη έτρεχαν να σωθεί ο καθένας μέσα σε σύγχυση...
Ένα μεγάλο πλήθος άνδρες και γυναίκες, που όλο και μεγάλωνε από τους κυνηγημένους, στράφηκε προς τον πιο μεγάλο ναό της Πόλης, που ονομάζεται Αγια Σοφιά. Μαζεύτηκαν εδώ άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Σε λίγο όμως πιάστηκαν από τους Τούρκους χωρίς αντίσταση. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν μέσα στο ναό από τους Τούρκους. Αλλοι πάλι σ' άλλα μέρη της Πόλης πήραν τους δρόμους χωρίς να ξέρουν για που. Σε λίγο άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν και πολλοί όμως από τους Ελληνες φάνηκαν γενναίοι αντιστάθηκαν και σκοτώθηκαν, για να μη δουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους σκλάβους.
"Σε όλη την Πόλη τίποτε άλλο δεν έβλεπες παρά αυτούς που σκότωναν και αυτούς που σκοτώνονταν αυτούς που κυνηγούσαν και κείνους που έφευγαν". Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, "Απόδειξις ιστοριών" (μετάφραση). Ο λαός διέδιδε με το τραγούδι του το σκληρό μήνυμα ως θέλημα Θεού. Πηραν την πόλιν, πηραν την, πηραν τη Σαλονίκη, πηραν και την Αγία Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι, που ειχε τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυό καμπάνες κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος. Σιμά να βγουν τά άξια κι ο βασιλιάς του κόσμου φωνή τους ηρθ' εξ ουρανου κι απ' Αρχαγγέλου στόμα. Στις 2:30 το μεσημέρι η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το σύμβολο του Ελληνισμού και Χριστιανισμού, είχε καταλυθεί.
Η Λαϊκή μούσα θρηνεί για την άλωση της Πόλης:
"Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ' Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη". "Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες". Αλλά το γενναίο φρόνημα του έθνους με αισιοδοξία δηλώνει: "Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζης, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη, Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις. Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία, το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους. Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο; Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το: -"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;" -"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος, ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην. Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα." (δημοτικό, απόσπασμα).
Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι , αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. "ΠΑλι με ΧρΟνουΣ και καιροΥΣ" Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο "Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία".
Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε "Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι". Πάρθεν η Ρωμανία Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια, επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον. Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον, εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον, Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει. Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν. "Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!" Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται, -Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι -Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν. -Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο. (Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).
"ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ" . Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος...
"ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ" . Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.
"Ο Πύργος της Βασιλοπούλας". Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται "πύργος της βασιλοπούλας". Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: "αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.". Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.
"0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ". Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη.
Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.
Πηγή: http://www.manesis.gr
Αναδημοσίευση από: SavSidir: Το Ιστορικό της Άλωση της Κωνσταντινούπολης
=====@@@@@@@=========@@@@@@@=====
LINKS
Άλωση της Κωνσταντινούπολης
=====@@@@@@@=========@@@@@@@=====
ΒΙΝΤΕΟ
=====@@@@@@@=========@@@@@@@=====
Η ΑΛΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΠΛΕΥΡΑ
ΤΟΥΡΚΙΑ: Πως παρουσιάζουν οι Τούρκοι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Φέτος οι Τούρκοι, στις 29 Μαίου, γιορτάζουν με μεγάλη λαμπρότητα την Άλωση της Πόλης, το ιδιαίτερο είναι ότι η Κωνσταντινούπολη, το έτος αυτό, είναι η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Αυτό δίνει την ευχέρεια στην Τουρκία, να παρουσιάσει όπως επιθυμεί την Άλωση της Πόλης και να τονίσει κυρίως στους Ευρωπαίους την ιστορική της αίγλη.
Στα τουρκικά έντυπα, το πρώτο που συναντά κανείς είναι ο αριθμός 557.
Βρίσκεται σε περίοπτη θέση και στα ειδησεογραφικά πρακτορεία αλλά και στην έντυπη δημοσιογραφία.
Είναι
η 557η επέτειος της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης , αναγράφουν οι
τουρκικές εφημερίδες και αναφέρουν με έμφαση τον τριψήφιο αριθμό καθώς
τονίζουν το πρόγραμμα των φετινών εκδηλώσεων.
Η
ημέρα άρχισε με προσκύνημα στο τάφο του Μεχμέτ (Μωάμεθ) του Εκπορθητή,
και θα ακολουθήσει πληθώρα εκδηλώσεων σε όλη την Πόλη καθώς και στον
Κεράτιο Κόλπο. Στις εκδηλώσεις συμμετέχει και ο στρατός με ιππικό
κάνοντας αναπαράσταση της κατάκτησης των βυζαντινών οχυρωμάτων. Με
λέϊζερ θα φωταγωγήσουν την Πόλη και θα δείξουν στον ουρανό σκηνές από
την Άλωση.
Η εφημερίδα Χαμπερλέρ έχει αφιέρωμα με εικονογραφημένο ιστορικό της εκπόρθησης της πάλαι ποτε ισχυρής βασιλεύουσας.
Θα πάρουμε ένα χρώμα, για το πώς βλέπουν οι απόγονοι των Οθωμανών την κατάκτηση της Πόλης μετά από 557 χρόνια.
Θα πάρουμε ένα χρώμα, για το πώς βλέπουν οι απόγονοι των Οθωμανών την κατάκτηση της Πόλης μετά από 557 χρόνια.
=====@@@@@@@=========@@@@@@@=====
Τουρκική ταινία για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Η ταινία παρουσιάζει τη ζωή του σουλτάνου έως και τη στιγμή
της εισβολής στις 29 Μαΐου του 1453. Εκτός όμως από το πολεμικό κομμάτι,
κύριο θέμα της ταινίας είναι και ο έρωτας του Ουλούμπατλί Χασάν-Ιμπραήμ
Τσελικιόλ, του θρυλικού Οθωμανού στρατιώτη που ανέβηκε πρώτος στα τείχη
της Πόλης, με την Ερά, την κόρη του Ουρβανού την οποία ερωτεύεται και ο
Ιουστινιάνης, αρχηγός των Γενουατών υπερασπιστών της Πόλης.
Ήδη η ταινία, της οποίας τη σκηνοθεσία έχει ο Φαρούκ Ακσόι,
έχει αρχίσει να προβάλλεται στην Τουρκία ενώ θα βγει στις αίθουσες, σε
ΗΠΑ και Βρετανία, τον Φεβρουάριο του 2012.
Μάλιστα ο Φαρούκ Ακσόι, παραλείπει να μας δείξει σημαντικές
πτυχές της ιστορίας όπως τις λεηλασίες και τις μαζικές σφαγές Ελλήνων.
Σύμφωνα μάλιστα με τα τουρκικά ΜΜΕ, είναι η ταινία με τον μεγαλύτερο προϋπολογισμό στην ιστορία του τουρκικού σινεμά.
'Οπως αναφέρει και η "Χουριέτ", τόσο οι πολεμικές σκηνές του έργου όσο και οι ερωτικές σκηνές αναμένεται να προκαλέσουν αίσθηση.
Σημειώνεται ότι το τρέιλερ της ταινίας, το οποίο σύμφωνα με
την Χουριέτ, μέσα σε μια μέρα το παρακολούθησαν 1.670.000 άτομα, κόστισε
600 χιλιάδες δολάρια και γυρίστηκε σε 1,5 μήνα.
=====@@@@@@@=========@@@@@@@=====
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΕΙΚΟΝΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου